υμπατριωτες για σας δεν εχει καμια χρησιμοτητα η καταγωγη σας απο τον Ηρακλη αν δεν κανετε εκεινα για τα οποια αναδειχτηκε εκεινος ο πιο ενδοξος και ο πιο ευγενης." ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ

ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ


  • ΘΑΛΗΣ  (620-546 π.Χ)
Ο Θαλής ο Μιλήσιος, (περ 630/635 π.Χ. - 543 π.Χ.), προσωκρατικός φιλόσοφος, που δραστηριοποιήθηκε στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. στη Μίλητο. Του αποδίδεται το έργο Ναυτική Αστρολογία, αλλά θεωρείται μάλλον αμφίβολο αν έγραψε ο ίδιος. Για την ανασύσταση της σκέψης του βασιζόμαστε αποκλειστικά σε μαρτυρίες. Η παράδοση κατατάσσει τον Θαλή μεταξύ των επτά σοφών και τον περιγράφει ως άνθρωπο με πλατιές γνώσεις και μεγάλη επινοητικότητα. Το σημαντικότερο είναι, ωστόσο, ότι μέσω της προβληματικής του για την αρχή του κόσμου ανήγαγε τα πολλαπλά φαινόμενα του κόσμου σε μία απρόσωπη, μοναδική ή ενιαία αρχή, γεγονός που τον κατατάσσει δίκαια στη χορεία των φιλοσόφων. Ο Θαλής είναι γνωστός και για την επιτυχημένη πρόβλεψη της ηλιακής έκλειψης του 585. Ο Θαλής ο Μιλήσιος ανακάλυψε τις τροπές (ηλιοστάσια), το ετερόφωτο της Σελήνης, καθώς και τον ηλεκτρισμό και τον μαγνητισμό, από τις ελκτικές ιδιότητες του ορυκτού μαγνητίτη και του ήλεκτρου (κεχριμπάρι).
Κοσμολογία
Στην κοσμολογία του φιλόσοφου σημαντικό ρόλο παίζει το νερό (ύδωρ). Του αποδίδονται δύο κοσμολογικές απόψεις:
  • Η Γη έχει τη μορφή ενός κυκλικού δίσκου που στηρίζεται στο νερό
  • Το νερό είναι η αρχή των πάντων
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στο (Περί Ουρανού Β 13) ήταν η αρχαιότερη θεωρία που είχε διατυπωθεί και είχε παραδοθεί από τον Θαλή. Τούτη η άποψη φέρει ίχνη των ομηρικών και των ησιόδειων κοσμολογικών αντιλήψεων, ιδιαίτερα της εικόνας του Ωκεανού ποταμού που περιβάλλει την Γη και είναι πηγή όλων των υδάτων. Η ιδέα, όμως ότι κάτω από τη γη υπάρχουν νερά, στρέφει το ενδιαφέρον της έρευνας προς την πλευρά της Βαβυλωνιακής και της Αιγυπτιακής μυθολογίας και υποδεικνύει ως ένα βαθμό μια άμεση επαφή του Θαλή με τις μυθολογίες της Εγγύς Ανατολής.
Είτε θεωρούσε ότι το νερό εκτός από κοσμογονική αρχή συμμετέχει στη σύσταση του κοσμου είτε όχι, το σημαντικό είναι ότι ο φιλόσοφος αφαιρεί από το νερό τη θεϊκή του ιδιότητα και το αναγνωρίζει μόνον ως φυσικό σώμα.
Όπως μας παραδίδει ο Αριστοτέλης στο Περί Ψυχής Α5 και Α3 ο Θαλής πίστευε πως ο κόσμος είναι γεμάτος θεους (πάντα πλήρη θεών είναι) και ότι η ψυχή είναι κάτι το κινητικό (κινητικόν τι). Πρόκειται ουσιαστικά για μια αρχαϊκή διατύπωση της θεωρίας του υλοζωισμού, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι ζωντανός και έμψυχος, γεγονός που πιστοποιείται από την κινητικότητά του. Ο υλοζωισμός στην νεότερη έννοιά του θεωρεί ως δομικό στοιχείο του κόσμου το φυσικό στοιχείο εννοώντας το ως έμβιο, ως οντότητα στην οποία η ύλη και η ενέργεια είναι αδιάσπαστα ενωμένες.

  • ΑΝΑΞΙΙΜΑΝΔΡΟΣ (610-540π.Χ)
Ο Αναξίμανδρος, (610 π.Χ. - 547 π.Χ.) Ήταν ο δεύτερος από τους φυσικούς φιλόσοφους ή φυσιολόγους της Ιωνίας, πολίτης της Μιλήτου, όπως ο Θαλής, του οποίου άλλωστε υπήρξε μαθητής, σύντροφος και διάδοχος στη Σχολή του (Ιωνική Σχολή). Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή και το έργο του. Ο Αιλιανός τον αναφέρει ως αρχηγό της αποικίας της Μιλήτου στην Αμφίπολη. Οι υπολογισμοί του Απολλόδωρου υποδεινύουν ως ημερομηνία γέννησής του το 610 π.Χ. και το θάνατό του λίγο μετά το 547 π.Χ.
Οι πηγές τον αναφέρουν ενίοτε ως επιτυχημένο σπουδαστή της Αστρονομίας και της Γεωγραφίας και πρώιμο υπέρμαχο της ακριβούς επιστήμης. Λέγεται, επίσης, ότι εισήγαγε τη χρήση του γνώμονα στην αρχαία Ελλάδα και ότι κατασκεύασε χάρτη του γνωστού τότε κόσμου.
Ο Αναξίμανδρος, σύμφωνα με τον Ψευδο-Πλούταρχο (Στρωματείς 2), εξήγησε την δημιουργία του κόσμου εκκινώντας από το άπειρο. Από το άπειρο ξεχώρισε μια φλόγα και ο νεφελώδης αέρας. Στον πυρήνα του νεφελώματος συμπυκνώθηκε η Γη, ενώ φλόγα έζωνε τον αέρα. Κατόπιν η πύρινη σφαίρα εξερράγη και διαλύθηκε σε κύκλους τυλιγμένους από νεφελώδη αέρα. Οι κύκλοι απλώθηκαν και σχημάτισαν τα ουράνια σώματα. Σύμφωνα με τον Αέτιο, ο Αναξίμανδρος θεωρεί πως τα άστρα είναι συμπυκνώσεις αερίων και πυρός, που δημιουργήθηκαν από περιδινήσεις.
Στην Αστρονομία, όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Αναξίμανδρος κατασκεύασε ηλιακά ρολόγια, και όπως αναφέρει ο Πλίνιος, υπολόγισε τη λόξωση της εκλειπτικής.
Ο Αναξίμανδρος αποδίδει μια εικόνα της Γης, σύμφωνα με την οποία η γη είναι κυλινδρική με πλάτος τριπλάσιο από το μήκος και οι άνθρωποι κατοικούν στην επάνω επιφάνειά της. Δε στηρίζεται πουθενά και βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος, απέχοντας ίσα από όλα τα σημεία του, (Ψευδο-Πλούταρχος, Στρωματείς 2).
Τελευταίο στάδιο της κοσμογονίας του φιλόσοφου, όπως παραδίδεται από τον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά 67) είναι η αποξήρανση τμημάτων της Γης υπό την επίδραση του Ήλιου. Ό,τι απέμεινε από αυτή την αρχική αποξήρανση διαμόρφωσε τη θάλασσα. Τούτη η βαθμιαία αποξήρανση είναι τμήμα μιας κυκλικής διαδικασίας που δεν οδηγεί, όμως, στην επαναπορρόφηση της γης από το άπειρο.
Ο Αναξίμανδρος διατύπωσε επίσης και μια πρώιμη εξελικτική θεωρία, βάσει της οποίας η ζωή εμφανίστηκε -μέσω προφανώς της αυτόματης γένεσης εξαιτίας της ηλιακής θερμότητας- στον πηλό ή τη λάσπη. Τα πρώτα πλάσματα που παρουσιάστηκαν ήταν ιχθυόμορφα και τα περιέκλειαν κελύφη. Αποβάλλοντας τα κελύφη τα πλάσματα αυτά προσαρμόστηκαν βαθμιαία στο αέριο περιβάλλον. Ο άνθρωπος εμφανίζεται στο τέλος αυτής της εξελικτικής βαθμίδας, γεγονός που μας οδηγεί στη σκέψη ότι ο φιλόσοφος είδε την γένεση του κόσμου και της ζωής ως μια ενιαία εξελικτική διαδικασία, που δεν απέχει πολύ από τη σύγχρονη εξελικτική θεωρία.
Ο Αναξίμανδρος ακόμη, πίστευε οτι κανένα από τα 4 βασικά στοιχεία δεν υπερτερεί στον Κόσμο σε σχέση με τα άλλα, και πως υπάρχει μια "κοσμική δικαιοσύνη" η οποία εξασφαλίζει την ισορροπία αυτή.
Όπως αναφέρει ο Ιππόλυτος, ο Αναξίμανδρος πίστευε πως ο άνεμος είναι αέρας σε κίνηση, πως οι βροχές προέρχονταν από τους ατμούς της Γης, οι οποίοι δημιουργούνταν από την εξάτμιση των υδάτων λόγω της θερμότητας του Ήλιου. Έλεγε πως όταν ο αέρας φυλακίζεται μέσα σε πυκνά σύννεφα, "σκίζει" τα σύννεφα για να διαφύγει, προκαλώντας έντονο θόρυβο, τη βροντή, ενώ, όταν ο αέρας συγκρούεται με τα σύννεφα, δημιουργούνται οι αστραπές.
Επίκεντρο της φιλοσοφίας του Αναξίμανδρου είναι το άπειρον, ένα άπειρο όμως που πιθανώς προσλαβάνει δύο ερμηνείες:
  • άπειρον α+πέρας = χωρίς τέλος
  • άπειρον α+περάω =αδιαπέραστο
Σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως εννοούσε μια πρωταρχική αιτία δίχως όρια στον χώρο. Το άπειρον είναι απεριόριστο στον χώρο και ποιοτικά ακαθόριστο, καθώς δεν προσδιορίζεται μορφικά ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία. Στο άπειρο ο Αναξίμανδρος δεν είδε μόνον την πρωταρχική ύλη και την αρχική κατάσταση του κόσμου αλλά και την αιτία της κοσμικής τάξης. Σε αυτή την πρωταρχική ουσία απέδωσε θεϊκές ιδιότητες, χαρακτηρίζοντας το άπειρο ως αθάνατον, ανώλεθρον και θείον, σύμφωνα με τον Σιμπλίκιο (Εις τα Φυσικά 24,13). Η αδυναμία της ανθρώπινης διάνοιας να καθορίσει το άπειρο ποσοτικά και ποιοτικά το καθιστά απεριόριστη πηγή και κατευθυντήρια δύναμη του κόσμου.

  • ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ 
Ο Αναξιμένης, ο τρίτος στη διαδοχή Μιλήσιος φιλόσοφος, ήταν γιος του Ευρύστρατου και μαθητής του Αναξίμανδρου. Δραστηριοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 6ου π.Χ αιώνα και πέθανε πιθανώς σε ηλικία 60 χρονών κατά την 63η Ολυμπιάδα (528-525 π.Χ.). Για τον βίο και τις δραστηριότητες του Αναξιμένη γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Οι περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του βασίζονται στον Θεόφραστο, που διασώζεται περιληπτικά από τον Σιμπλίκιο. Αποσπάσματα της φιλοσοφίας του βρίσκονται σε κείμενα του Αριστοτέλη, του Πλούταρχου, του Ιππόλυτου και του Αέτιου.
Αναζήτησε την αρχή του κόσμου στον αέρα, τον οποίο όρισε ως μοναδική και άπειρη αρχή, ( Σιμπλίκιος Εις τα Φυσικά 24, 26 [DK 1345]). Ο αέρας είναι ποσοτικά άπειρος και αυτό τον καθιστά ανεξάντλητη πηγή του γίγνεσθαι. Με την θεωρία της πύκνωσης και της αραίωσης ερμήνευσε όλα όσα δεν είναι αέρας, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά ως καταστάσεις που προέκυψαν από τις μεταβολές του αέρα. (Από τον αέρα μέσω της αραίωσης δημιουργείται το πυρ, ενώ μέσω της συμπύκνωσης δημιουργείται η γη και το ύδωρ). Υιοθετώντας τον υλοζωισμό του Θαλή, θεώρησε ως προϋπόθεση των μεταβολών του αέρα τη συνεχή κινητικότητά του.
Καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή του αέρα ως βασικού στοιχείου για την κοσμογονία του, είναι η ταύτιση της ψυχής με τον αέρα, όπως αναφέρεται σε διασωθέν απόσπασμα [DK 13 B2]. "Όπως η ψυχή μας,όντας αέρας, μας συγκρατεί, έτσι και το πνεύμα και ο αέρας περιέχουν ολόκληρο τον κόσμο". Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη προσωκρατική ψυχολογική θέση.
Ο Αναξιμένης διαμόρφωσε τόσο την κοσμολογία όσο και την κοσμογονία του με επίκεντρο το στοιχείο του αέρα και τις μεταβολής του:
Ο κόσμος προέκυψε από τον αδιαφοροποίητο αέρα. Το σχήμα του Σύμπαντος πιστεύει οτι είναι ημισφαιρικό. Τα ουράνια σώματα έχουν πύρινη φύση και προέκυψαν από τους υγρούς ατμούς που αναδίδονται από τα υγρά μέρη της γης. Ανεβαίνοντας οι ατμοί αραιώνουν τόσο, που γίνονται φωτιά και όπως η γη υποβαστάζονται από τον αέρα. Με την θεωρία της πύκνωσης και της αραίωσης ο Αναξιμένης εξηγούσε επίσης και διάφορα μετεωρολογικά φαινόμενα (βροχή, σύννεφα κ.λπ.) (Ψευδο-Πλούταρχος, Στρωματείς, 3 [DK 13A6])
Ο Αναξιμένης παρουσιάζει τη Γη ως πλατύ δίσκο μεγάλης έκτασης που στηριζόταν στον αέρα, μιας και είχε διαπιστώσει οτι στον αέρα συγκρατούνται καλύτερα τα σώματα με μεγαλύτερη επιφάνεια. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η ακινησία της Γης, στην οποία πίστευε ο Αναξιμένης, όπως και ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος, οφειλόταν στο πλατύ της σχήμα.
Για τον Ήλιο ο Αναξιμένης πιστεύει πως προήλθε από τη Γη, πως έχει σχήμα όμοιο με αυτήν αλλά πως απέκτησε μεγάλη θερμότητα λόγω της γρήγορης κίνησής του.
Το ερμηνευτικό μοντέλο του κόσμου που προβάλλει ο Αναξιμένης είναι το πρώτο συστηματικό μονιστικό σύστημα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και υλιστικό με την ευρύτερη έννοια του όρου. Η ύλη δε θεωρείται αδρανής αλλά ζωντανή και αδιαχώριστη από την κινούσα αιτία της, γεγονός που σημαίνει ότι η ύλη και η δύναμη δεν έχουν ακόμα διαχωριστεί ως αυτοτελείς οντότητες.

  • ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ (540-480π.Χ)
Ο Ηράκλειτος, Έλληνας φιλόσοφος, γεννήθηκε στην Έφεσο κατά το 544 π.Χ.. Ο θάνατός του δεν έχει ορισθεί επακριβώς. Αν λάβουμε όμως υπ' όψιν ότι η ακμή του συμπίπτει με την 69η Ολυμπιάδα (504 π.Χ.-501 π.Χ.) και έζησε 60 έτη μπορούμε να δεχθούμε ότι ο θάνατός του συνέβη το 484 π.Χ.. Πατέρας του αναφέρεται ο Βλύσων (ή Βλόσων) ή Ηράκων. Ανήκε στο γένος των Ανδροκλειδών, εκείνων δηλαδή που υπό την Αρχηγία του Ανδρόκλου, του γιου του Βασιλέα των Αθηνών Κόδρου, εξορμήσθηκαν από την Αθήνα και έκτισαν στην Ιωνία (Μικρά Ασία) την Έφεσο. Οι περί του βίου του όμως αναφερόμενες ειδήσεις είναι πολύ λίγες.
Κατά τον Διογένη Λαέρτιο ο Ηράκλειτος υπήρξε από παιδικής του ηλικίας άξιος θαυμασμού. Αν και δεν υπήρξε κανενός άλλου μαθητής επαναλάμβανε ότι είχε ρωτήσει τον εαυτόν του και είχε μάθει τα πάντα από τον εαυτό του. Από δε τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του φαίνεται ότι γνώριζε πολύ καλά σχεδόν όλα τα συγγράμματα των προγενεστέρων φιλοσόφων, των επικών και ελεγειακών ποιητών καθώς και όλες τις ιστορικές συγγραφές που κυκλοφορούσαν στην εποχή του στην Ιωνία.
Η εποχή του είναι μεταβατική και σηματοδοτείται από μέγάλες κοινωνικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Η φιλοσοφία του αντιμετωπίζει κριτικά τις εξελίξεις της εποχής του και παίρνει αποστάσεις τόσο από τη μυθική παράδοση όσο και από τη νέα κοινωνία που ανατέλει.
Από τα λιγοστά αποσπάσματα που έχουν διασωθεί φαίνεται πως ο χαρακτήρας του γραπτού έργου του είναι αποφθεγματικός. Η δομή και η σύνθεση των αφορισμών του είναι λεπτομερειακά επεξεργασμένη και το ύφος του αινιγματικό. Αυτός είναι άλλωστε ο βασικός λόγος για τον οποίο αποκλήθηκε «σκοτεινός».
1.Ο βασιλιάς στον οποίο ανήκει το δελφικό μαντείο ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά δίνει σημάδια.
2.Δεν μπορείς να μπείς στο ίδιο ποτάμι για δεύτερη φορά.
Χαρακτηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο το έργο του ο Ηράκλειτος υποδεικνύει ότι δεν αποκαλύπτει τη σκέψη του με άμεσο τρόπο, ούτε όμως επιχειρεί να παραπλανήσει τους ακροατές του. Παρέχει τα σημάδια, τα οποία εκείνοι καλούνται να εννοήσουν με τον ορθό τρόπο. Η φιλοσοφία του, πάλι με τα λόγια του ίδιου, δεν είναι μια αυθαίρετη και υποκειμενική κατασκευή αλλά μια έκφραση του λόγου που διέπει τα πάντα, όσο και αν μένει απρόσιτος στους πολλούς. Η δυσκολία κατανόησης του λόγου του δεν οφείλεται επομένως σε δική του ιδιορρυθμία,αλλά στην αδυναμία των πολλών να εννοήσουν όχι τα λόγια του αλλά τον ίδιο τον «λόγο».
Στον Ηράκλειτο η έννοια λόγος έχει πολλές σημασίες και εννοιακές αποχρώσεις. Σημαίνει ομιλία (προφορικός λόγος) αλλά και ρυθμιστική αρχή που διέπει το σύνολο της πραγματικότητας και συνδέει με σχέσεις αναλογίας τα πάντα. Επομένως, εδώ ο λόγος είναι η αιώνια καθολική σχέση που ρυθμίζει την πραγματικότητα, όπως αυτή εκφράζεται γλωσσικά.
Μέλημα του φιλόσοφου είναι η αφύπνιση των ανθρώπων και η καθοδήγησή τους προς την ομολογία, προς τη λογική σκέψη που καθορίζει και συνδέει τη βαθύτερη φύση των πραγμάτων. Με αυτόν τον τρόπο διακρίνει την «πολυμάθεια» από την ουσιαστική και βαθειά γνώση των πραγμάτων.
Ο κόσμος για τον Ηράκλειτο δεν είναι αποτέλεσμα δημιουργίας ή γένεσης, αλλά προϋπάρχει προαιώνια και περιγράφεται ως ζωντανή φωτιά, η οποία εναλλάξ δυναμώνει και εξασθενεί, χωρίς ποτέ να σβήνει εντελώς.
Το αείζωον πυρ διανύει μια κυκλική τροχιά κατά την οποία μεταλλάσσεται σε θάλασσα, κατόπιν σε γη, για να ακολουθήσει η αντίστροφη διαδικασία μεταλλαγής της γης σε θάλασσα και της θάλασσας σε φωτιά. Το πυρ του Ηράκλειτου είναι μια κοσμολογική σταθερά που αέναα κινείται και μεταμορφώνεται. Η διαρκής κίνηση και μεταβολή αποτελεί το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της πραγματικότητας, το οποίο εξέφρασε ο φιλόσοφος με την εικόνα ενός ποταμού που παραμένει ίδιος, ενώ το νερό που κυλάει μέσα του αλλάζει διαρκώς. Αντίθετα με τους οπαδούς του, τους αποκαλούμενους Ηρακλείτειους, ο φιλόσοφος μάλλον δεν πίστευε σε μια καθολική ροή και μεταβολή, αλλά επέμενε στη σύνδεση αυτής της μεταβολής με σταθερές παραμέτρους. Η παροιμιώδης φράση που χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία του Ηρακλείτου:
"Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ'αυτό μένειν"
Σε ό,τι αφορά στα αντίθετά του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το «τα ψυχρά θερμαίνονται, τα θερμά ψύχονται, τα υγρά ξηραίνονται, τα ξηρά υγραίνουν», υποδεικνύει ότι οι φαινομενικά αντίθετες καταστάσεις, τάσεις και δυνάμεις, συνδέονται με μια συνεκτική σχέση αρμονίας. Η σχέση των αντιθέτων του δεν εκφράζεται μόνον μέσω του κοινού λόγου, αλλά και ως «πόλεμος» -μια άλλη όψη της αρμονίας, μια κοσμική σταθερά που διέπει τα αντίθετα και παράγει διαρκώς μέσω συγκρούσεων νέες ισορροπίες. Η χρήση του όρου πόλεμος («πόλεμος πατήρ πάντων» είναι ένα επίσης από τα γνωστά ρητά του) συνδέεται στην ουσία με το «τα πάντα ρει» καθώς τα πάντα στον Κόσμο είναι σε συνεχή κίνηση και διεργασία = σε πόλεμο.
Ο Ηράκλειτος, πιστός στο «τα πάντα ρει» υπενθύμιζε ότι «δεν μπορείς να μπεις 2 φορές στον ίδιο ποταμό» επειδή ανά πάσα στιγμή ο ποταμός αλλάζει, οπότε ποτέ δεν είναι ο ίδιος ποταμός.
Επίσης υποστήριζε ότι η πρωταρχική ουσία στον Κόσμο είναι η ενέργεια (το πυρ). Σήμερα, μετά την πειραματική επιβεβαίωση της θεωρίας του Άλμπερτ Αϊνστάιν γνωρίζουμε βέβαια ότι αυτό είναι αλήθεια και ότι η ύλη και η ενέργεια είναι το ίδιο πράγμα σε διαφορετική κατάσταση.

  • ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ (570-497π.Χ)
Ο Πυθαγόρας ο Σαμιος, υπήρξε σημαντικός έλληνας φιλόσοφος, μαθηματικός, γεωμέτρης και θεωρητικός της μουσικής. Είναι ο κατεξοχήν θεμελιωτής των ελληνικών μαθηματικών και δημιούργησε ένα άρτιο σύστημα για την επιστήμη των ουρανίων σωμάτων, που κατοχύρωσε με όλες τις σχετικές αριθμητικές και γεωμετρικές αποδείξεις. Γεννήθηκε σε χρονολογία που δεν μας είναι γνωστή, αλλά που εικάζεται πως είναι μεταξύ των ετών 580 - 572 π.Χ. και ως επικρατέστερος τόπος γεννήσεως παραδίδεται η νήσος Σάμος. Πέθανε στο Μεταπόντιον της Ιταλικής Λευκανίας σε μεγάλη ηλικία, περί το 500 - 490 π.Χ.
Το αντικείμενο ενασχόλησης του Πυθαγόρα ήταν η καθοδήγηση μιας «εταιρείας». Αυτή η εταιρεία ήταν μία μυστική, θρησκευτική κίνηση, που είχε αναπτύξει και έντονη πολιτική δραστηριότητα.
Οι Πυθαγόρειοι του 5ου αιώνα π.Χ συγκαταλέγονται στους πιο σημαντικούς επιστήμονες του καιρού τους και ο Πυθαγόρας φαίνεται να ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την επιστήμη. Στο Πυθαγόρειο σύστημα οι θρησκευτικοί και φιλοσοφικοί στόχοι είναι αλληλένδετοι.
Από την εποχή του Doring έχει προβληθεί η σκέψη πως η ιδέα της κάθαρσης αποτελεί κλειδί για την κατανόηση της σχέσης θρησκείας και επιστήμης στον αρχικό Πυθαγορισμό .Η ιδέα της κάθαρσης δια της επιστήμης, απ΄ ό,τι είναι γνωστό, δεν αποδόθηκε στον Πυθαγόρα παρά μόνο από τον Ιάμβλιχο. Βέβαια ο Αριστόξενος, ο Ηρόδοτος ,ο Εμπεδοκλής και ο Ίωνας από την Χίο αποκαλούν τον Πυθαγόρα: «πολυμαθή, ιστορικό και σοφιστή».
Γύρω από το χαρακτηρισμό του Πυθαγόρα ως «σοφιστή» επικρατεί διχογνωμία. Μερικοί στη λέξη σοφιστής δίνουν την έννοια «επιστήμονας», σημασιολόγηση που άλλοι απορρίπτουν. Η λέξη σοφιστής σύμφωνα με τους Liddel και Scott αρχικά σήμαινε από τη μια αυτόν που κατείχε καλά την τέχνη του και από την άλλη τον φρόνιμο, τον συνετό.
Αρχικά είχαν αποδοθεί στον Πυθαγόρα οι ιδιότητες του «σαμάνου»: του εκστασιαζόμενου, δηλαδή, μάγου και θεραπευτή, του θαυματοποιού θεραπευτή.
Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης και ο Αντικλείδης παρουσιάζουν τον Πυθαγόρα ως τον εισηγητή της γεωμετρίας στην Ελλάδα από την Αίγυπτο. Στον ίδιο τον Πυθαγόρα αποδίδονται οι βασικές ιδέες της «θεωρίας» του «κόσμου» και της «κάθαρσης», ιδέες που συνέχουν τις δύο τάσεις της Πυθαγόρειας σχολής, την επιστημονική και τη θρησκευτική.
O Αέτιος λέει πως ο Πυθαγόρας ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη «κόσμος», αποδίδοντάς της την έννοια της «του όλου περιοχής». Την άποψη του Αετίου αμφισβητούν οι Kirk και Raven, υποστηρίζοντας πως ο Πυθαγόρας χρησιμοποιούσε τη λέξη «κόσμος» με την έννοια της τάξης του σύμπαντος. Στοχαζόμενος την αρχή της τάξης,που αποκαλύπτεται ότι διέπει το σύμπαν και ρυθμίζει την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, και εφαρμόζοντας την κοσμική τάξη στον εσωτερικό του κόσμο, ο άνθρωπος μπορεί προοδευτικά να αποκτήσει «αθανασία».
Μια πολύ σημαντική ανακάλυψη που έκανε ο Πυθαγόρας είναι η αριθμητική ερμηνεία του σύμπαντος. Μετρώντας τα κατάλληλα μήκη της χορδής ενός μονόχορδου, διαπίστωσε πως τα σύμφωνα μουσικά διαστήματα μπορεί να εκφρασθούν σε απλές αριθμητικές αναλογίες των τεσσάρων πρώτων ακεραίων αριθμών. Σ΄αυτόν αποδίδονται οι αριθμητικοί λόγοι της οκτάβας (2/1, δια πασών), της τέταρτης (4/3, δια τεσσάρων), της πέμπτης (3/2, δια πέντε) και του μείζονος τόνου (9/8 που είναι η διαφορά μεταξύ τέταρτης και πέμπτης). Το ενδιαφέρον του Πυθαγόρα για τη μουσική αρμονία οδηγεί στη σκέψη σε αυτόν να αποδοθεί και η θεωρία της «Αρμονίας των Σφαιρών». Επίσης έχουν αποδοθεί σε αυτόν διάφορες γεωμετρικές ανακαλύψεις με γνωστότερο το ομώνυμό του θεώρημα.
Ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς απέδωσαν στον Πυθαγόρα την ανακάλυψη πως ο Εωσφόρος (Αυγερινός) και ο Έσπερος (Αποσπερίτης) είναι ένας και ο αυτός αστέρας της Αφροδίτης. Άλλοι απέδωσαν αυτήν την ανακάλυψη στον Παρμενίδη.


  • ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ (570-495 π.Χ.)
Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570 – 480 π.Χ.) ήταν φιλόσοφος και ποιητής που γεννήθηκε στην μικρασιατική Κολοφώνα και έζησε σε διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η Ιστορία τον θυμάται για την κριτική που άσκησε στον θρησκευτικό ανθρωπομορφισμό, για την ώθηση που έδωσε με τη σκέψη του στο μονοθεϊσμό και ορισμένες πρωτοποριακές ιδέες του σε τομείς της γνώσης. Πολλοί ύστεροι συγγραφείς, ίσως επηρεάστηκαν από δύο μικρούς χαρακτηρισμούς του Ξενοφάνη στον Πλάτωνα (Σοφιστής 242c-d) και τον Αριστοτέλη (Μετά τα φυσικά 986b18-27), που τον προσδιόριζαν ως ιδρυτή της ελεατικής φιλοσοφίας.
Ο Ξενοφάνης είναι αμφισβητίας. Αμφισβητεί τις ανθρωπομορφικές ιδιότητες που αποδίδουν προγενέστεροί του συγγραφείς στους θεούς. Τούτο το κάνει όχι γιατί επιθυμεί να δει τον κόσμο με το μάτι του υλιστή, αλλά γιατί θεωρεί ότι η θεότητα δεν μπορεί να έχει σχέση με τις ιδιότητες που της αποδίδουν τόσο ο Όμηρος όσο και ο Ησίοδος. Η κριτική του στη λαϊκή θρησκεία γράφτηκε μάλλον στην Κατάνη και διασώθηκε στα αποσπάσματα B11 και B12, όπου περιγράφονται και επικρίνονται οι ιστορίες για τους Θεούς που αφηγούνται οι επικοί ποιητές. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς όλα εκείνα που σχετίζονται με τις κατηγόριες και επικρίσεις μεταξύ των ανθρώπων: την κλοπή, τη μοιχεία και την αμοιβαία εξαπάτηση. (B11)
... τραγούδησαν πολυάριθμες παράνομες θείες πράξεις: κλοπή, μοιχεία, κι αμοιβαία εξαπάτηση.
(ὡς πλεῖστ(α) ἐφθέγξατο θεῶν ἀθεμίστια ἔργα, κλέπτειν μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους απατεύειν) (B12)
Η βάση της αμφισβήτησης του Ξενοφάνη για τις απόψεις των ποιητών οφείλεται στο γεγονός πως θεωρούσε ότι η σκανδαλώδης συμπεριφορά είναι ασυμβίβαστη με την καλοσύνη ή η τελειότητα που υποτίθεται ότι κατέχει οποιαδήποτε θεία ύπαρξη. Στα γνωστά αποσπάσματα B14,16, ο Ξενοφάνης σχολιάζει τη γενική τάση των ανθρώπινων όντων να αντιλαμβάνονται τα θεία όντα με ανθρώπινη μορφή: Αλλά οι θνητοί υποθέτουν πως οι θεοί γεννιούνται, Ότι φορούν τα ρούχα τους και έχουν φωνή και σώμα. (B14)
Οι Αιθίοπες λένε ότι οι θεοί τους είναι μαύροι με κοντή μύτη Οι Θράκες πως οι δικοί τους είναι γαλανομάτηδες και κοκκινοτρίχηδες.
(Αἰθίοπές τε <θεοὺς σφετέρους> σιμοὺς μέλανάς τε Θρῇκές τε γλαυκοὺς καὶ πυρρούς <φασι πέλεσθαι>) (B16)
Στο απόσπασμα B15 προσθέτει και μια σατιρική νότα λέγοντας:
αν τα άλογα και τα βόδια είχαν τα χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν οι θεοί τους θα ‘μοιαζαν πολύ με άλογα και βόδια.
(ἀλλ' εἰ χεῖρας ἔχον βόες <ἵπποι τ'> ἠὲ λέοντες ἢ γράψαι χείρεσσι καὶ ἔργα τελεῖν ἅπερ ἄνδρες, ἵπποι μέν θ' ἵπποισι, βόες δέ τε βουσὶν ὁμοίας [...])
Ο Ξενοφάνης ύψωσε μια διαφορετική φωνή. Και το έκανε άλλοτε γελοιοποιώντας τον Πυθαγόρα και τον ισχυρισμό του πως στο γαύγισμα ενός σκύλου αναγνώρισε την ψυχή ενός πεθαμένου φίλου του, άλλοτε επιτιθέμενος στη μαντεία και άλλοτε αρνούμενος τις θεϊκές ιδιότητες, έτσι όπως τις κατέγραφαν οι προγενέστεροι αλλά και οι σύγχρονοί του. Ωστόσο, είχε τη δική του -μάλλον αφαιρετική και εξευγενισμένη- άποψη για τη φύση της θεότητας.
Από όσα γνωρίζουμε ο Ξενοφάνης ήταν ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος που άφησε πίσω του μια σύνθετη και συστηματική εν μέρει αφήγηση για τη φύση της θεότητας. Στην κριτική του Ομήρου και του Ησίοδου φαίνεται η η θέση του απέναντι στο γεγονός ότι φαντάζονται τους θεούς με ανθρώπινη μορφή. Εκεί, όμως που φαίνεται ξεκάθαρα η θέση του, ιδιαίτερα προωθημένη για την εποχή του, είναι ο χαρακτηρισμός της φύσης της θεότητας που γίνεται στα αποσπάσματα B 23-26 και κυρίως στο B 23:

Ένας θεός μέγιστος μεταξύ των θεών και των ανθρώπων. Καθόλου δε μοιάζει με τους θνητούς στο σώμα ή τη σκέψη.
Αν και τούτη η παρατήρηση αντιμετωπίζεται συχνά συχνά ως πρωτοποριακή έκφραση του μονοθεϊσμού, μάλλον ο Ξενοφάνης επεδίωξε να δώσει έμφαση όχι στον έναν Θεό αλλά μάλλον τον «ένα» μέγιστο Θεό, άποψη που συναντάμε και στην Ιλιάδα του Ομήρου. Αυτός ο ένας θεός είναι μέγιστος ως προς την τιμή και τη δύναμη Το μεγαλείο της δύναμης εξηγεί στη συνέχεια το χαρακτηρισμό του θείου ως διορατικού και συνειδητού σε όλα τα μέρη του (παντεπόπτης), δυνάμενου να τραντάξει όλη τη δημιουργία και μόνο με τη σκέψη του και ικανού να εκπληρώσει τα πάντα, παρόλο που το ίδιο παραμένει αμετακίνητο (ο τα πάντα πληρών της χριστιανικής θρησκείας). Ορισμένοι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Ξενοφάνης ταύτισε τον «ένα μέγιστο» θεό του με ολόκληρο τον φυσικό κόσμο, ο οποίος αναφέρεται συχνά ως «όλο» ή «όλα τα πράγματα». Τούτο με τη σειρά του οδήγησε σύγχρονους ερευνητές στην άποψη ότι ο Ξενοφάνης ήταν πανθεϊστής. Αλλά αυτή η ερμηνεία των απόψεων του φιλόσοφου-ποιητή φαίνεται ασυμβίβαστη με τον ισχυρισμό του ότι «ο θεός τραντάζει όλα τα πράγματα» και ότι «όλα τα πράγματα έρχονται από τη γη και στη γη καταλήγουν τελικά» (εις χουν απελεύσονται). Υπάρχει βέβαια και η άποψη που λέει ότι γενικά, οι παρατηρήσεις του Ξενοφάνη για τη φύση της θεότητας ίσως διαβάζονται καλύτερα ως έκφραση μιας παραδοσιακής ελληνικής ευσέβειας, η οποία αναζητά την τελειότητα και τον υψηλότερο σεβασμό για τη θεϊκή οντότητα.
Όλα αυτά ερμηνεύονται καλύτερα, αν λάβουμε υπόψιν μας ότι ο Ξενοφάνης γνώριζε καλά τις διδασκαλίες των Μιλήσιων φιλοσόφων-επιστημόνων (του Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη) και επεδίωξε να τις βελτιώσει. Ενώ πολλές από τις λεπτομέρειες των επιστημονικών «απόψεών» του παραμένουν σκοτεινές, το εύρος και η εσωτερική συνοχή των ενδιαφερόντων του τον αναγάγουν σε σημαντική μορφή για την ανάπτυξη της επιστημονικής θεωρίας των ιώνων φιλοσόφων. Τόσο ο Στοβαίος, όσο και ο Ολυμπιόδωρος, θεωρούν πως είναι δική του η άποψη της γης ως αρχής ή «πρώτης αρχής» όλων των πραγμάτων. Σε αυτή την απόδοση ο Γαληνός προσθέτει και το «ύδωρ», καθώς στον Ξενοφάνη αποδίδεται ο ορισμός της ψυχής ως μείγμα γης και νερού. Εδώ ο φιλόσοφος ορίζει ως αρχή του κόσμου και ως αντανάκλαση αυτής της αρχής μέσα στην ανθρώπινη ψυχή δύο στοιχεία που μπορούν να αναμειχθούν σε πολλές διαφορετικές ποσότητες, παράγοντας διαφορετικές ποιότητες μιγμάτων. Ο μέγιστος θεός του, η αντανάκλασή του στην ψυχή του ανθρώπινου γένους και η φυσική ύπαρξη, επίσης καμωμένη από γη και νερό παράγουν μια τριπλή ενότητα-θεός, άνθρωπος, φυσικός κόσμος- ένα ολοκληρωμένο οικοδόμημα με εσωτερική συνοχή και αλληλοσυνδέσεις. Οι απόψεις του διαμορφώνουν ένα χάρτη, έναν οδοδείκτη που μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια από το ανθρώπινο στο υπερανθρώπινο και τανάπαλιν. Από αυτή την άποψη θεωρούμενος, ο σεβασμός του Ξενοφάνη δεν κατευθύνεται μόνο στη θεότητα, αλλά σε όλη την εικόνα του δημιουργημένου κόσμου.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα φαινόμενα του κόσμου, ίδια με εκείνα που διερεύνησαν πριν από αυτόν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι. Σε διασωζόμενα αποσπάσματα (B 28) παρουσιάζει μια άποψη της φύσης και της έκτασης των γήινων βαθών. Στο B 30 προσδιορίζει τη θάλασσα ως πηγή σύννεφων, αέρα, και βροχής (μια πρώιμη παρατήρηση πάνω στον κύκλο του νερού). Στο B 32 υπάρχουν σχόλια για τη φύση της Ίριδας (ουράνιο τόξο). Στο B 37 σημειώνει την παρουσία ύδατος στις σπηλιές, ενώ στα B39 και 40 αναφέρει τις «κερασιές» και τους «βατράχους». Στα A 38-45 συζητά τα διάφορα αστρονομικά φαινόμενα, ενώ στο A 48 δείχνει ενδιαφέρον για τις περιοδικές ηφαιστειακές εκρήξεις στη Σικελία. Ο Ιππόλυτος αποδίδει στον Ξενοφάνη (A 33) τη θεωρία των εναλλασσόμενων περιόδων παγκόσμιας πλημμύρας και ξηρασίας που εμπνεύστηκε, τουλάχιστον εν μέρει, από την ανακάλυψη απολιθωμάτων θαλάσσιων οργανισμών στην ηπειρωτική γη. άσχετα αν ταξίδεψε ή όχι ο ίδιος στις Συρακούσες, την Πάρο και τη Μάλτα όπου βρέθηκαν αυτά τα απολιθώματα, η χρήση των πληροφοριών του ως βάση για την ερμηνεία των φαινομένων εισάγει τον σημαντικό παράγοντα της επιτόπιας έρευνας.
Πολλές μαρτυρίες (testimonia) δείχνουν το ενδιαφέρον του φιλόσοφου για τα μετεωρολογικά και αστρονομικά φαινόμενα. Σημαντικός θεωρείται ο ισχυρισμός του ότι τα σύννεφα ή οι νεφελοειδείς ουσίες διαδραματίζουν βασικό ρόλο σε πολλά φυσικά φαινόμενα. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο ο Ξενοφάνης «λέει ότι... τα σύννεφα διαμορφώνονται από τον ατμό του ήλιου -δηλ. είναι ατμός που προκαλείται από τη θερμότητα των ακτίνων του ήλιου- που αυξάνονται και ανυψώνονται στον περιβάλλοντα αέρα» (Α1.24-5). Ο Αέτιος με τη σειρά του παραθέτει μια παρόμοια περιγραφή:
Ο Ξενοφάνης (λέει ότι) τα πράγματα στους ουρανούς εμφανίζονται μέσω της θερμότητας του ήλιου ως αρχική αιτία. Όταν η υγρασία αποχωρίζεται από τη θάλασσα, το γλυκό τμήμα της μετατρέπεται σε υδρονεφώσεις, δημιουργεί τα σύννεφα και ξανακυλά προς τα κάτω με τη βροχόπτωση, εξαιτίας της συμπίεσης, και υγροποιεί τους ανέμους. (ο κύκλος του νερού)
Το B 30 μας δίνει περίπου την ίδια άποψη, αλλά με τα λόγια του ίδιου του Ξενοφάνη:
Η θάλασσα είναι η πηγή ύδατος και του ανέμου, Γιατί δίχως τη μεγάλη θάλασσα, δε θα υπήρχε άνεμος Μήτε τα ρεύματα των ποταμών, ούτε τα όμβρια ύδατα από από τον ουρανό Η μεγάλη θάλασσα είναι ο γεννήτορας των σύννεφων, των ανέμων και των ποταμών.
Τα σύννεφα, λοιπόν, είναι τα μέσα της επιστημονικής ερμηνείας. Είναι οντότητες ρευστές ανάμεσα στην στερεά και την αέρια κατάσταση και έτσι μπορούν να συνδεθούν με υγρά, στερεά και αέρια διαφόρων ειδών. Δεδομένου μάλιστα ότι καταλαμβάνουν μια μεγάλη περιοχή ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, συνδέτουν τις δύο βασικές ουσίες της γης και του ύδατος με πολλά αστρονομικά φαινόμενα. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της νεφοκεντρικής προσέγγισης του Ξενοφάνη στην κατανόηση των φυσικών φαινομένων είναι η εφαρμογή αυτής της θεωρίας σε ένα σύνολο φαινομένων που συνδέονται άμεσα με παραδοσιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Για το ακροατήριο του Ξενοφάνη η αναφορά του Ομήρου (Ιλιάδα Β 786) ή του Ησίοδου (Θεογονία 780) στην Ίριδα, τη θεά αγγελιαφόρο και ένα σύνολο ατμοσφαιρικών φαινομένων, είναι οιωνοί ή σημάδια της πρόθεσης των θείων όντων. Για τον ποιητή όμως είναι απλά ένα πορφυρό, πράσινο, κίτρινο σύννεφο. Ίσως δεν δεν είναι δυνατόν να βρούμε στην προσωκρατική φιλοσοφία σαφέστερη έκφραση του χαρακτήρα της διανοητικής επανάστασης των Ιώνων φιλοσόφων. Ο Ξενοφάνης στερεί από τους θεούς την ανθρώπινη μορφή και την ανθρώπινη ένδυση. Τους τοποθετεί σε μια απόμακρη θέση στον ουρανό και αφαιρεί από τα φυσικά φαινόμενα όλα τα απομεινάρια της θρησκευτικής ή πνευματικής σημασίας. Η απομυθοποίηση απολογισμός των φυσικών φαινομένων είναι το λογικό συμπλήρωμα στον λεπτομερή απολογισμό του για τη θεία φύση.
Πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς προσδιόρισαν τον Ξενοφάνη ως δάσκαλο του Παρμενίδη και ιδρυτή της ελεατικής σχολής των φιλοσόφων εξαιτίας της άποψής του ότι, παρά την πολλαπλότητα των μορφών, υπάρχει ένα ακίνητο, αμετάβλητο και αιώνιο «ένα». Τούτη η άποψη για τον Ξενοφάνη είναι στηριγμένη κατά ένα μεγάλο μέρος στην αναφορά του Πλάτωνα για την «ελεατική φυλή μας, που ξεκινά από τον Ξενοφάνη και ακόμα νωρίτερα» (Σοφ. 242d) και την παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι «... όσον αφορά ολόκληρο τον κόσμο, λέει ότι αυτός είναι ο θεός" (Mετα. A5, 986b18).
Όμως, ο Ξενοφάνης που μας μιλά στα επιζήσαντα αποσπάσματά του είναι ένας συνδυασμός ραψωδού, κοινωνικού κριτικού, θρησκευτικού δασκάλου και οξυδερκούς σπουδαστή της φύσης. Ο Ευριπίδης στον Ηρακλή (1341 ff) αποδίδει την επίθεσή του στις ιστορίες που λέγονται για τους Θεούς από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Στη Δημοκρατία, ο Πλάτων αυτο-παρουσιάζεται ως πνευματικός κληρονόμος του Ξενοφάνη, επικρίνοντας τις ιστορίες των ποιητών για τους θεούς, και απαιτώντας μετριοπάθεια. Η σύλληψη του Ξενοφάνη για τον «ένα μέγιστο Θεό» ενθάρρυνε τον Ηράκλειτο να διατυπώσει την πίστη του σε μια διάνοια που καθοδηγεί όλα τα πράγματα. Οδήγησε επίσης τον Αναξαγόρα στη διατύπωση της θεωρίας του νου και τον Αριστοτέλη στον απολογισμό του για το θείο νου που εμπνέει προς την κατεύθυνση της τελειότητας.
Αν και δεν υπάρχει κάποια άμεση διασύνδεση, μπορούμε να πούμε πως οι μεγάλοι εκπρόσωποι της ψυχολογικής θεώρησης του κόσμου όπως ο Κ. Γκ. Γιουνγκ ή ο Ζ. Φρόιντ είναι οι σύγχρονοι διάδοχοι των παρατηρήσεων του Ξενοφάνη για τη γενική τάση των ανθρώπινων όντων να συλλαμβάνουν τη θεότητα από την άποψη των δικών τους ιδιοτήτων και ικανοτήτων. Πολύ περισσότερο πολύτιμη, όμως, είναι η προσφορά του στην πρωτοποριακή εξερεύνηση των όρων κάτω από τους οποίους τα ανθρώπινα όντα μπορούν να επιτύχουν τη γνώση της αλήθειας. Οι Ίωνες προκάτοχοί του άρχισαν τη μελέτη των φαινομένων «επάνω από τους ουρανούς και κάτω από τη γη». Αλλά, από όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα, δεν έστρεψαν τα πυρά τους προς την κατεύθυνση των μεγάλων ποιητών της αρχαίας Ελλάδας, ούτε επιδίωξαν μέσω των διδασκαλιών τους να διορθώσουν ή να βελτιώσουν τη συμπεριφορά των συμπολιτών τους. Αν και πολλές πτυχές της σκέψης του παραμένουν ακόμα θέμα προς συζήτηση και ανάλυση, ο Ξενοφάνης ήταν σαφώς ένας πολυδιάστατος φιλόσοφος αμφισβητίας, που άφησε το σημάδι του σε πολλές πτυχές της μεταγενέστερης ελληνικής σκέψης.
Η νατουραλιστική αφόρμηση του Ξενοφάνη στη σύλληψη της ιδέας του θεού είναι ιδιαίτερα σημαντική από την ψυχολογική έποψη στο γενικότερο πρόβλημα της θρησκείας, γιατί προβληματίζεται για την αντίληψη του ανθρώπου για το θείο σύμφωνα με τη διαφορετική κάθε φορά πνευματική του στάση και εξέλιξη. Και εδώ ανιχνεύει το ψυχολογικό στοιχείο και το ρόλο που παίζει στη μόρφωση της παράστασης του θείου χωριστά σε κάθε άνθρωπο. Αρκέστηκε όμως μόνο ψυχολογικά να ερμηνεύσει το γιατί οι άνθρωποι δημιουργούν τη συγκεκριμένη εικόνα για το θεό και δεν μας είπε το γιατί, την αιτία που σπρώχνει τον άνθρωπο στην περιοχή της αναζήτησης του θείου. Όμως με την ενοποίηση εκ μέρους του των φαινομενικών συνιστωσών της θείας φύσης υψώθηκε στην πρωτόγνωρη σύλληψη για τον ελληνικό χώρο, στη σύλληψη του μονοθεϊσμού. Σε αυτή τη σύλληψη ρόλο έπαιξε το φυσιοκρατικό και ανθρωπολογικό πνεύμα του ελληνικού στοχασμού. Μια πολύτιμη πρόταση στα αποσπάσματά του, μια πρόταση άρτια αισθητικά, τον κατατάσσει στους μεγάλους χρησμωδούς της φιλοσοφίας: "δόκος επί πάσι τέτυκται"(VS 21 B, 34). Για όλα έχουμε μόνο εικασίες. H θέση του κολοφώνιου στοχαστή είναι μια προαγγελία της αριστοτελικής σύλληψης του θείου ως του "κινούντος ακινήτου".

  • ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ (510-440 π.Χ)
Ο Παρμενίδης γεννήθηκε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας στα τέλη του 6ου αι. Π.Κ.Ε., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων.Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.
«αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».
Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το είναι και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το τι των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο είναι. Σε ένα άλλο απόσπασμα αντιδιαστέλλει το είναι, την ύπαρξη των όντων με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το είναι μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης. Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, αλλά εισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
Άσχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το είναι, που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την ενότητα και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το είναι.
Ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυισμός της Δόξας δε βρίσκονται σε αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και συνδέονται στενά. Η Αλήθεια ασχολείται με το αμετάβλητο είναι, ενώ η Δόξα με το κοσμικό γίγνεσθαι. Ανάμεσα στα δύο τμήματα το τμήμα της Αλήθειας ήταν εκείνο που επηρέασε την εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προσωκρατικό κείμενο. Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστρεους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη

  • ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ (500-448 π.Χ.)
Ο Αναξαγόρας ήταν σπουδαίος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και αστρονόμος. Γεννήθηκε στις Κλαζομενές της Ιωνίας περί το 500 Π.Κ.Ε. Ήταν γιος του Ηγησίβουλου ή Εύβουλου και ανήκε σε πλούσιο και αριστοκρατικό γένος. Σε ηλικία 20 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, επιδιδόμενος σε φιλοσοφικές σπουδές, όπου και έζησε εκεί επί 30 χρόνια. Σύμφωνα όμως με την παράδοση κατηγορήθηκε για ασέβεια και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη.
Γενικά ο Αναξαγόρας προσπάθησε να ανανεώσει την ιωνική φυσιολογία και να τη συνδυάσει με τις πνευματικές κατακτήσεις του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή.Στη βάση του στοχασμού του φιλόσοφου Αναξαγόρα βρίσκεται η άρνηση της γένεσης και της φθοράς, καθώς «...τίποτα δεν γίνεται ούτε χάνεται, αλλά συντίθεται και διαχωρίζεται από προϋπάρχοντα όντα». (DK 59Β17). Με άλλα λόγια ο Αναξαγόρας δεν δέχεται τη δυνατότητα δημιουργίας όντων από τη μείξη των τεσσάρων βασικών ριζωμάτων του Εμπεδοκλή, αλλά πιστεύει ότι κάθε επιμέρους υπόσταση υπήρχε εξαρχής στον κόσμο. Τα εύλογα ερωτήματα που πιθανώς προκαλεί μια τέτοια δήλωση απαντώνται με μια άλλη βασική αρχή του Αναξαγόρα, σύμφωνα με την οποία κάθε ον του φυσικού κόσμου περιέχει σε μικρή αναλογία κομμμάτια όλων των φυσικών υποστάσεων, αποτελώντας έτσι μια μικροκοσμική εικόνα του μακροκοσμικού σύμπαντος. Τούτη η καθολική ανάμειξη είναι μια πρωτοκοσμική κατάσταση αδιάκριτης μείξης των σπερμάτων, δηλαδή των βασικών δομικών συστατικών που είναι άπειρα ατης πραγματικότητας, αθέατα μεν, λειτουργούν ωστόσο ως πρότυπα οργάνωσης -κυανοτυπίες- ενσωματώνοντας δυνητικά τα ουσιώδη συστατικά όλων των υλικών υποστάσεων.Για τη Γη ο Αναξαγόρας πιστεύει πως έχει τυμπανοειδές σχήμα, και πως συγκρατείται στον αέρα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.
Για τον Ήλιο, ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει πως ο Αναξαγόρας τον θεωρεί ως διάπυρο λίθο, ενώ το μέγεθός του είναι μεγαλύτερο από την Πελοπόννησο.
Για τη Σελήνη, ο φιλόσοφος πιστεύει πως είναι ετερόφωτη, αλλά τη θεωρεί ως μια δεύτερη Γη που κατοικείται από ανθρώπους και άλλα όντα.(κατά τον Πλάτωνα)
Για τα άστρα, πιστεύει οτι αυτά έχουν όμοια μορφή με αυτή του Ηλίου.
Για τους κομήτες, θεωρεί πως είναι πλανήτες, οι οποίοι εκπέμπουν φλόγες, τους διάττοντες αστέρες θεωρεί ως "σπινθήρες" που εκτινάσσονται από τον αέρα, και για τους μετεωρίτες, ο Αναξαγόρας πιστεύει οτι είναι λίθοι που στροβιλίζονται και έλκονται από τη Γη.
Ο νους, το σημείο-κλειδί της φιλοσοφίας του δεν αναμιγνύεται με τίποτα και είναι μόνος με τον εαυτό του. Είναι το καθαρότερο από όλα τα πράγματα, γνωρίζει τα πάντα και έχει τη μεγαλύτερη δύναμη. Ο νους είναι εκείνος που ελέγχει όσα έχουν ψυχή, μικρά ή μεγάλα, όπως ελέγχει και την έναρξη της κοσμικής περιστροφής.
Από μία άποψη ο νους του Αναξαγόρα επιτελεί λειτουργία ίδια με εκείνη της φιλότητας και του νείκους του Εμπεδοκλή. Διακρίνοντάς τον από τα σπέρματα ο φιλόσοφος του προσδίδει τη δυνατότητα της απεριόριστης επίδρασης στο κοσμικό γίγνεσθαι. Ωστόσο, παρά την κατηγορηματική διαβεβαίωση ότι ο νους ελέγχει τα πάντα, ο Αναξαγόρας περιορίζει την κοσμολογική λειτουργία του νου στην εκκίνηση της περιστροφικής κίνησης, η οποία στη συνέχεια επεκτείνεται βάσει των δικών της νόμων ωθώντας τον Σωκράτη σε απογοήτευση στον Φαίδωνα (96b-98c) για τον ρόλο που εξασφάλισε ο Αναξαγόρας στον νου.

  •  ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ (493-443 π.Χ.)
Γεννήθηκε στον Ακράγαντα, δεύτερη, ως προς τον πλούτο και την δύναμη πόλη της Σικελίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι είναι ο μόνος γηγενής πολίτης μιας δωρικής πολιτείας που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η σύγχρονη κοινωνία της πόλης, που γεννήθηκε, τον τιμά με το να ονομάσει ως Πόρτο Εμπέντοκλε το τεχνητό λιμάνι του όρμου του Ακράγαντα. Η καταγωγή του ανάγεται σε αρχοντική και επιφανή οικογένεια. Εγγονός του Εμπεδοκλή που το 496 π.Χ. στέφθηκε νικητής σε ιππικούς αγώνες στην Ολυμπία. Ήταν γιος του Μέτωνος ή Αρχινόμου,που κατείχε υψηλό αξίωμα στη διακυβέρνηση του τόπου του. Μάλιστα, όπως υποθέτουν οι ειδικοί, το δεύτερο από τα παραδιδόμενα ονόματα του πατέρα του Εμπεδοκλή δεν είναι κύριο αλλά προσηγορικό του δημοσίου λειτουργήματός του. Ο Μέτων, πρωταγωνιστής στις πολιτικές διαμάχες του τόπου το 470 π.Χ,. συνέργησε στην κατάλυση της αριστοκρατικής τυραννίας του Θρασυδαίου, που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Θήρωνα.
Ο Εμπεδοκλής συνεχίζει και συμπληρώνει το έργο των προγόνων του. Όταν η μερίδα των ολιγαρχικών φάνηκε να επανακτά την ισχύ της, επιτίθεται εναντίον της, κήρυκας και προστάτης των δικαιωμάτων του λαού. Επανιδρύει την δημοκρατία. Λέγεται μάλιστα ότι του προσέφεραν το βασιλικό στέμμα, αλλά το απέρριψε με περιφρόνηση. Με αυτήν του την χειρονομία θυμίζει μια ανάλογη χειρονομία του εφάμιλλού του στη φιλοσοφία Ηράκλειτου.
Ο βίος του είναι γεμάτος με απόκρυφες ιστορίες και θαύματα που αγγίζουν τα όρια του μύθου. Στο πρόσωπο του οι Ακραγαντίνοι δεν έβλεπαν μόνο έναν μεγάλο φιλόσοφο αλλά και έναν άξιο πολιτικό, ιατρό, μάντη, μάγο και ποιητή. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς αναφέρει γι' αυτόν ότι εμφανιζόταν παντού και ασκούσε την περίφημη χάρη του, δραστήριος πολιτικός, τολμηρός φιλόσοφος, χρυσόστομος ρήτορας, μεγαλεπήβολος μηχανικός, πανεπίστημων ερευνητής, γιατρός, θεόσοφος, μάγος, κύριος όλων των ειδών του λόγου, ευρετής της ρητορικής, όπως τον αποκαλεί ο Αριστοτέλης, ραψωδός, υμνωδός, όπως ο ίδιος αποκαλεί τους ποιητές, ιερέας, προφήτης. Τονίζει ότι κατευνάζει και διεγείρει τους ανέμους, ότι θεραπεύει τις ασθένειες και τα γηρατειά, ότι επαναφέρει νεκρούς στη ζωή, και ότι όλοι τον τιμούν ως θεός. Κάθε φορά που μπαίνει στις πόλεις οι άνθρωποι τον περιστοιχίζουν και ζητούν τη βοήθειά του, του ζητούν να θεραπεύσει κάθε είδους ασθένεια και τον προκαλούν για προφητείες.
Η ζωή του υπήρξε αντικείμενο πολλών μυθοπλασιών και σύμφωνα με τις δοξασίες του περί μετενσάρκωσης, ήταν κι ο ίδιος, όπως δηλώνει, δαίμονας που έπεσε σε βαρύ αμάρτημα, ξέπεσε από τη θεϊκή φύση του και πέρασε διαδοχικά από σώμα ζώου, φυτού και ανθρώπου, περιπλανώμενος στο σύμπαν, προορισμένος όμως, αργά ή γρήγορα να ξαναπάρει την αρχική του φύση.
Από τα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων του Εμπεδοκλή εξάγεται ότι ο συγγραφέας τους, εκτός από τη γενική Φυσική, είχε και ειδικότερες γνώσεις Φυσιογνωσίας και Ιατρικής, ιδιαίτερα Φυσιολογίας, Ανατομίας και Εμβρυολογίας, και ότι έτσι συνδεόταν με τη μεγάλη ιατρική παράδοση της Κάτω Ιταλίας.
Σ' έναν ιδιαίτερο χώρο, όπου δέσποζαν οι ορφικές και οι πυθαγόρειες διδασκαλίες, ο Εμπεδοκλής δημιούργησε τη δική του φιλοσοφία, στο περιεχόμενο της οποίας είναι φανερή η επίδραση των παραπάνω ιδεών, καθώς και της σκέψης των προγενεστέρων του φιλοσόφων, ιδίως του Παρμενίδη, στου οποίου τη γλώσσα και τη σκέψη οφείλει πολλά. Είναι πολύ πιθανή η μαρτυρία ότι ο Εμπεδοκλής είχε μαθητεύσει σε Πυθαγόρειους, άποψη που ενισχύεται από την επίδραση στον τρόπο γραφής του.
Αναμφίβολα, κύρια φιλοδοξία του Εμπεδοκλή δεν ήταν η αναγνώριση της φιλολογικής ευφυΐας του, όσο η παραδοχή από τους ανθρώπους, ως πραγματικής αποστολής του, της προφητικής και ιερατικής, της μυστηριακής, με μια λέξη, δράσης του[εκκρεμεί παραπομπή]. Φαίνεται ότι η ζωή του ήταν πολύ σεμνή και μεγαλοπρεπής, ότι του απονέμονταν ύψιστες τιμές και κυκλοφορούσαν διαδόσεις για εξαίρετες πράξεις του και θαύματα.
Ο Εμπεδοκλής είναι το σύμβολο της ποιητικής μεγαλοφυΐας. Το άριστο κριτήριο της αξίας του Εμπεδοκλή είναι τα έργα του. Ο Εμπεδοκλής ήταν ο τρίτος και τελευταίος φιλόσοφος μετά τον Ξενοφάνη και τον Παρμενίδη, που διάλεξε να εκθέσει τη φιλοσοφία του σε στίχους, και μάλιστα σε δακτυλικό εξάμετρο. Με δεδομένη αυτή την επιλογή του μέτρου σε συνδυασμό με την ιωνική διάλεκτο στην οποία είναι γραμμένοι οι στίχοι, γίνεται κιόλας αισθητό ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του: η σχέση με το έπος και συγκεκριμένα με τον Όμηρο και τον Ησίοδο, των οποίων η μελέτη επηρέασε βαθιά το έργο του. Χρησιμοποίησε τον έμμετρο, πιθανώς για να προσδώσει στο έργο του αποκαλυπτικό κύρος. Θεωρείται ο τελευταίος προσωκρατικός που εκθέτει τη διδασκαλία του έμμετρα, αλλά και ο τελευταίος προσωκρατικός που βρίσκεται υπό την επήρεια της θεογονικής παράδοσης.
Ο Εμπεδοκλής ήταν δεινός περί την φράσιν η δε γλωσσική έκφρασή του είναι χυμώδης, προδίδει ενθουσιαστική ορμή και φαντασία, παράγει πλήθος νέων ποιητικών εικόνων και σχημάτων, προσφέρει ένα μεγάλο αριθμό λέξεων, που συναντούμε για πρώτη ή και για μοναδική φορά στην αρχαία Γραμματεία («ἅπαξ εἰρημένα»).
Στο συγγραφικό έργο του Εμπεδοκλή αποδίδονται πολύ περισσότερα έργα από αυτά που σώζονται. Συγκεκριμένα έγραψε το Περί Φύσεως (2.000 στίχοι). Από τα σωζόμενα αποσπάσματα, συναθροίζοντας τα σε θεματκές ενότητες μας επιτρέπεται να φανταστούμε το περίγραμμα του έργου. Στο Περί Φύσεως προσπαθεί να δώσει τις βασικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας του, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την εναλλασσόμενη κυριαρχία της Φιλίας (=Φιλότης) και της Διαμάχης (=Νείκος) πάνω στα τέσσερα ριζώματα (=πυρ, αήρ, ύδωρ, γή). Η ουσία του σύμπαντος νοείται από τον Εμπεδοκλή σε μια δίχως τέλος μεταλλαγή καταστάσεων από το ένα στα πολλά και από τα πολλά στο ένα. Αξιόλογη είναι η θεωρία για τη γένεση των οργανικών όντων, η οποία αναπτύσσεται με βασικό άξονα την εξέλιξη, γεγονός που έκανε τον αρχαίο στοχαστή να θεωρείται πρόδρομος του Δαρβίνου. Η εξελικτική αυτή θεωρία αποτελείται από τέσσερα στάδια: στο πρώτο η γη γεννά τα οργανικά μέλη του σώματος των ζώων διαχωρισμένα, στη δεύτερη τα μεμονωμένα οργανικά μέλη συνενώνονται σε τερατώδεις μορφές, στην τρίτη οι τερατώδεις μορφές που προέκυψαν δεν κατορθώνουν να επιβιώσουν και παραχωρούν τη θέση τους σε νέους τύπους ζώων που έχουν την ικανότητα να συνεχίσουν τη ζωή τους, στην τέταρτη περίοδο γεννιούνται τα οργανικά όντα, όχι από τη γη αλλά το ένα από το άλλο.
Το άλλο μεγάλο έργο του Ακραγαντινού σοφού που σώθηκε ως τις μέρες μας έχει τίτλο Καθαρμοί (3.000 στίχοι), το οποίο περιέχει τη διδασκαλία μιας ξενόφερτης θρησκευτικής αίρεσης, σύμφωνα με την οποία αυτό που λέμε ψυχή του ανθρώπου είναι μιά αυθυπόστατη οντότητα, ανεξαρτητη από το σώμα και ότι εξ αιτίας κάποιου παραπτώματός της έχει καταδικαστεί να κατοικεί μέσα σε σώματα φυτών, ζώων ή ανθρώπων ως την τελική κάθαρσή της για την οριστική επιστροφή στον τόπο της καταγωγής της. Οι Καθαρμοί είναι μια έκθεση της αποκρυφιστικής ζωής του Εμπεδοκλή ως Μύστη.
Από τα δύο αυτά μεγάλα έργα του Εμπεδοκλή οι διασωθέντες στίχοι στο έργο Περί Φύσεως είναι περίπου 350 και στο έργο Καθαρμοί λίγο περισσότεροι από 100. Γίνεται φανερό ότι ώς εμάς έφτασε μόνον το 16 με 20% του συνολικού του έργου. Ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από ό,τι στην περίπτωση των άλλων προσωκρατικών φιλοσόφων.
Αναφέρονται και μερικά ακόμα έργα ως δικά του όπως:
  1. Ένα ποίημα, που αναφερόταν στην εκστρατεία του Πέρση βασιλέα, με τίτλο Ξέρξου διάβασις ή Περσικά.
  2. Ένας ύμνος στον θεό του φωτός, με τίτλο Προοίμιον εις Απόλλωνα.
  3. Τραγωδίαι, για τις οποίες όμως ο περιπατητικός Ιερώνυμος μαρτυρεί πως ανέρχονταν σε 43 και υποστηρίζει πως είχε δει τα χειρόγραφα. Ο Νεάνθης ο Κυζικηνός γνώριζε μόνον 7, ενώ ο Ηρακλείδης αποδίδει τις τραγωδίες σε έναν συνονόματο του Εμπεδοκλή που σύμφωνα με την Σούδα, ήταν εγγονός του φιλοσόφου.
  4. Δύο επιγράμματα, το ένα προς τον μαθητή του Παυσανία, και το άλλο προς τον Ακραγαντινό γιατρό Άκρωνα.
  5. Πολιτικοί Λόγοι και ο Ιατρικός λόγος που τον αποτελούσαν 600 στίχοι.
Όπως συμβαίνει και με τον Παρμενίδη, ο Εμπεδοκλής απορρίπτει τη γένεση και τη φθορά. Στη θέση τους χρησιμοποιεί δύο άλλες έννοιες που τις περιγράφει ως μείξη (γέννηση) και χωρισμός (φθορά) «αγέννητων στοιχείων». Κρατά το μηδέν έξω από τον κόσμο και ανάγει την γέννηση του κόσμου και τις κοσμικές μεταβολές σε τέσσερις θεμελιώδεις υποστάσεις, ισοδύναμες μεταξύ τους. Αυτές οι υποστάσεις, όμοιες με το εόν του Παρμενίδη είναι τα «ριζώματα», δηλαδή η γη, το νερό, η φωτιά και ο αέρας. Τα ριζώματα, αντίθετα από τα φυσικά στοιχεία δεν χάνουν την ταυτότητά τους. Οι δε μεταξύ τους σχέσεις διέπονται από την επιδραση δύο κοσμικών δυνάμεων, που είναι επίσης αγέννητες και αιώνιες, της φιλότητας, (έλξης και συνένωσης) και του νείκους, (έχθρας διάσπασης και διάλυσης).
Στην κοσμολογία του περιγράφει το κοσμικό γίγνεσθαι ως αιώνια κυκλική πορεία. Τα δύο ορόσημα αυτής της κυκλικής πορείας είναι ο θεϊκός σφαίρος και η χαοτική δίνη, (δίνος) και η συνολική πορεία διακρίνεται σε τέσσερις φάσεις.
  • Στη αρχή επικρατεί απόλυτα η φιλότητα και τα τέσσερα ριζώματα βρίσκονται σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους, σε κατάσταση μείξης, στη μορφή του σφαίρου.
  • Κατόπιν η είσοδος του νείκους στον σφαίρο οδηγεί σε διαδικασία σταδιακής διάλυσης και αποσύνθεσης. Μέσω μιας επεκτεινόμενης δίνης τα ριζώματα ξεχωρίζονται και απομακρύνονται. Τα έμβια όντα που δημιουργούνται σε αυτή τη φάση του κοσμικού γίγνεσθαι υπόκεινται στην αυξανόμενη επιρροή του νείκους. Σε αυτή τη φάση βρίσκεται ο κόσμος μας, που βαδίζει σε κατάσταση αυξανόμενης διαμάχης και εχθρότητας.
  • Ο δίνος είναι η φάση της πλήρους κυριαρχίας του νείκους, στην οποία προκαλείται χάος, διάλυση και ολοκληρωτική αποσύνθεση.
  • Εν τέλει εισέρχεται βαθμιαία η φιλότητα και ο κόσμος επιστρέφει στη συγκρότηση του σφαίρου. Η φιλότητα και το νείκος είναι δυνάμεις που ασκώνται πάνω στα τέσσερα στοιχεία τα οποία τα φέρνουν σε κατάσταση ισσοροπίας.
Στο Καθαρμοί ο φιλόσοφος αφηγείται τις περιπέτειες ενός δαίμονα, μιας ψυχής δηλαδή που υπό την επίδραση του νείκους υποπίπτει σε σοβαρό παράπτωμα και χάνει την αρχική του αγνότητα. Μέσω αλλεπάλληλων ενσαρκώσεων επιστρέφει και πάλι στην κατάσταση του αθάνατου αγαθού δαίμονα, αφού διαβεί όμως ολους τους κουραστικούς δρόμους της ζωής,Ο Εμπεδοκλής επεξεργάστηκε μια λεπτομερή θεωρία για την αίσθηση, η οποία άσκησε μεγάλη επίδραση στους συγχρόνους του, αλλά και μεταγενέστερους στοχαστές. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία τα αντικείμενα παράγουν «απορροές», οι οποίες μέσω των πόρων του σώματος φθάνουν στα αισθητήρια όργανα, όπου και αναγνωρίζονται από όμοιά τους στοιχεία που ενυπάρχουν μέσα μας. Τούτη η ιδέα τον καθιστά σημαντικότερο εκπρόσωπο της άποψης ότι «γνωρίζουμε τα όμοια μέσω των ομοίων».
Ο Εμπεδοκλής θεωρείται και σπουδαίος φυσικός, αφού καθόρισε τα αίτια των εκλείψεων, μελέτησε την ανάκλαση του φωτός και τη φύση της σκιάς.

  • ΖΗΝΩΝ 
Ο Ζήνων ο Ελεάτης ήταν Ελεατικός φιλόσοφος της Αρχαίας Ελλάδας.
Γιος του Τελευταγόρα και ο αγαπημένος μαθητής του Παρμενίδη. Ο Ζήνων γεννήθηκε γύρω στο 488 π.Χ στην Ελέα (σημερινή Velia) της Ιταλίας. Έζησε μερικά χρόνια στην Αθήνα και λέγεται ότι ανέλυε και εξηγούσε τις θεωρίες και τα δόγματά του στον Περικλή και τον Καλλία για 100 μνες. Λέγεται ότι βοήθησε τον Παρμενίδη να γράψει τους Νόμους της Ελέας στους οποίους οι Ελεάτες ορκίζονταν πίστη κάθε χρόνο. Υπέρμαχος της ελευθερίας δεν δίστασε να ρισκάρει τη ζωή του για να γλυτώσει την πατρίδα του από έναν τύραννο. Το αν πέθανε στην προσπάθεια ή αν επιβίωσε της πτώσης του τυράννου είναι ένα σημείο στο οποίο οι ειδήμονες διαφωνούν. Ακόμα και το όνομα του τυράννου είναι σημείο διαφωνίας. Ο Ζήνων αφιέρωσε όλη την ενέργειά του για να επεξηγήσει και να εξελίξει το φιλοσοφικό σύστημα του Παρμενίδη. Ο Πλάτωνας αναφέρει πως ο Ζήνων ήταν 25 χρόνια νεότερος του Παρμενίδη, και έγραψε την υπεράσπιση του φιλοσοφικού του συστήματος σε πολύ νεαρή ηλικία. Αν και έχουν σωθεί ελάχιστα από τα γραπτά του, τα περισσότερα που γνωρίζουμε για αυτόν προέρχονται από τον Αριστοτέλη στα Φυσικά, βιβλίο 6, κεφάλαιο 9.
Η συνεισφορά του Ζήνωνα στην Ελεατική φιλοσοφία είναι εντελώς αρνητική. Δεν προσέθεσε τίποτα θετικό στη διδασκαλία του Παρμενίδη, παρά αφιερώθηκε στο να αρνείται και να ανταποδεικνύει τις απόψεις των αντιπάλων του. Ο Παρμενίδης δίδασκε πως ο κόσμος των αισθήσεων είναι μια ψευδαίσθηση επειδή αποτελείται από κίνηση (ή αλλαγή) και πολλαπλότητα. Το Πραγματικό Όν είναι απολύτως ένα και δεν υπάρχει πολλαπλότητα σε αυτό. Είναι στατικό και αμετάβλητο. Η κοινή λογική λέει πως υπάρχει και κίνηση και πολλαπλότητα. Αυτή είναι και η Πυθαγόρεια αντίληψη της πραγματικότητας ενάντια στην οποία επιχειρηματολογούσε ο Ζήνωνας. Ο Ζήνων έδειξε πως η κοινή αντίληψη της πραγματικότητας οδηγεί σε παράδοξα και οξύμωρα.

Το παράδοξο του Ζήνωνα - ή παράδοξο του Αχιλλέα και της Χελώνας

Διάσημο είναι το εξής παράδοξο που αποδίδεται σε αυτόν:
Αν έχουμε έναν αγώνα δρόμου μεταξύ του Αχιλλέα και μιας χελώνας, και η χελώνα ξεκινήσει με προβάδισμα, για παράδειγμα, ενός σταδίου, ο Αχιλλέας (που ήταν ο καλύτερος δρομέας της μυθολογίας), δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει τη χελώνα. Αν θεωρήσουμε οτι ο Αχιλλέας είναι 100 φορές πιο γρήγορος από τη χελώνα, τότε όταν ο Αχχιλέας θα έχει διανύσει ένα στάδιο, η χελώνα θα έχει διανύσει ένα στάδιο και ένα εκατοστό του σταδίου. Όταν ο Αχιλλέας διανύσει ένα στάδιο και ένα εκατοστό του σταδίου, η χελώνα θα έχει διανύσει ένα στάδιο και ένα εκατοστό και ένα εκατοστό του εκατοστού του σταδίου κ.ο.κ...Επομένως η χελώνα πάντα θα προπορεύεται, επομένως ο Αχιλλέας δε μπορεί να την φτάσει.
Με τα παράδοξα του Ζήνωνα ασχολήθηκαν μεγάλοι σύγχρονοι μαθηματικοί και φιλόσοφοι μέχρι και τις μέρες μας.

  • ΛΕΥΚΙΠΠΟΣ
Ο Λεύκιππος ήταν Έλληνας φιλόσοφος του 5ου αι. π.Χ. από τα Άβδηρα ή την Μίλητο, εισηγητής της ατομικής θεωρίας, δάσκαλος του Δημόκριτου. Διατύπωσε πρώτος την υπόθεση ότι η ύλη αποτελείται από άτομαύλη κατά τον Λεύκιππο και το Δημόκριτο, αποτελείται από μικροσκοπικά, αόρατα, αιώνια, άφθαρτα, αμετάβλητα, αδιαίρετα σωμάτια, τα άτομα, τα οποία γεννήθηκαν αυτόματα και τυχαία. Τα άτομα δεν έχουν καμμία ποιοτική διαφορά μεταξύ τους, παρά μόνο στο μέγεθος και στο σχήμα τους. Μεταξύ των ατόμων υπάρχει το κενό, ή το μη ον ή μανόν, το οποίο όμως έχει υλική υπόσταση. Λόγω της ύπαρξης του κενού, τα άτομα έχουν την ιδιότητα της κίνησης. Από τις συγκρούσεις των ατόμων δημιουργείται η ύλη. Οι δύο φιλόσοφοι πιστεύουν πως μέσω διαφόρων συνδυασμών, τα όμοια άτομα έλκονται, σχηματίζοντας σώματα.Όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος υποστηρίζουν πως οι συγκρούσεις των ατόμων δημιουργούν νέα σώματα αλλά και νέους Κόσμους. Πιστεύουν οτι υπάρχουν άπειροι Κόσμοι που δημιουργούνται από άπειρα σε πλήθος άτομα, με τυχαία μορφή.
Για το Σύμπαν, σύμφωνα με τον Αέτιο, οι δύο φιλόσοφοι υποστηρίζουν πως έχει σφαιρικό σχήμα.
Για τη Γη, ο Αριστοτέλης αναφέρει πως ο Λεύκιππος τη θεωρεί ακίνητη και στο κέντρο του Κόσμου, ενώ έχει σχήμα τυμπανώδες (σχήμα τυμπάνου).

  • ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ (480-411 π.Χ.)
Ο μεγαλύτερος σοφιστής και από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της αρχαιότητας ήταν ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα της Θράκης (480 – 411 Π.Κ.Ε.). Σύγχρονος του Δημόκριτου, από τ' Άβδηρα επίσης, ο Πρωταγόρας, κορυφαίος της Σοφιστικής, ο οποίος αφού γύρισε και δίδαξε τους νέους σε όλο τον ελληνικό κόσμο της εποχής του, (490-420 Π.Κ.Ε.) κατέληξε στην Αθήνα όπου και ανέπτυξε περισσότερο τις ιδέες του κερδίζοντας τη φιλία του Περικλή και του Ευριπίδη, στα δράμα τα του οποίου φαίνονται οι επιδράσεις του.Με τον Πρωταγόρα εισάγεται το ρεύμα του σχετικισμού και του υποκειμενισμού στην φιλοσοφία. Ο Πρωταγόρας πίστευε ότι η γνώση δεν προσδιορίζεται αντικειμενικά, αλλά με τις αισθήσεις. Άρα, γνώση είναι ό,τι αντιλαμβανόμαστε πως αποτυπώνεται στις αισθήσεις μας. Ο Πρωταγόρας εισήγαγε και την έννοια του «ανθρωποκεντρισμού», λέγοντας ότι: «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Η έκφραση αυτή σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποτελεί μέτρο της αλήθειας και της γνώσης και γι’ αυτό κάθε υποκειμενική άποψη για κάποιο θέμα έχει την άξια της. Οι απόψεις του, όπως και αυτές του Σωκράτη, σκανδάλισαν τους Αθηναίους και κατηγορήθηκε από τον Πυθόδωρο για αθεΐα. Μαρτυρείται πως τα βιβλία του κάηκαν δημόσια στην αγορά και ο ίδιος καταδικάστηκε για αθεΐα. Για να αποφύγει τα χειρότερα ο Πρωταγόρας διέφυγε προς τη Σικελία. Όμως, το πλοίο που τον μετέφερε ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε.Άλλος στόχος της διδασκαλίας του είναι η μόρφωση των νέων και η αρετή ως μέσον για την πολιτική δράση. Ο Πρωταγόρας πιστεύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί, αρκεί ο άνθρωπος να είναι κατάλληλα προικισμένος από τη φύση και να επιμείνει στην άσκησή της αρετής, πράγματα δηλαδή που μέχρι σήμερα παραμένουν απαρασάλευτα για τη δύναμη της αγωγής και χάρη σ' αυτήν η ανθρωπότητα προχωρεί σε ανώτερα στάδια πολιτισμού. Είναι επίσης από τους πρώτους ο Πρωταγόρας που αντιμετώπισε με κριτικό πνεύμα την ύπαρξη του Θεού θεωρώντας ότι εμπόδιο για τη γνώση του είναι «η αδηλότητα των θεών και η βραχύτητα του ανθρωπίνου βίου».Ο Πρωταγόρας ήταν πιθανόν ο πρώτος δάσκαλος που δίδασκε με ανταμοιβή και ήταν ξακουστός για τα υψηλά δίδακτρα που χρέωνε. Οι μέθοδοι διδασκαλίας ήταν πρόδρομοι των σημερινών διαλέξεων και είχαν ως περιεχόμενο ανάλυση ποιημάτων,συζητήσεις για τα νοήματα και τις σωστές χρήσεις των λέξεων και γενικούς κανόνες ρητορικής. Οπως είναι φυσικό οι μαθητές του ήταν πλούσιοι και οικονομικά ευκατάστατοι Αθηναίοι με κοινωνικό υπόβαθρο.
Η μεγαλύτερη πηγή για τον βίο του Πρωταγόρα παραμένει ο αντίπαλός του ο Πλάτωνας.

  • ΣΩΚΡΑΤΗΣ (470-399 π.Χ.)
Ο Σωκράτης (470 π.Χ. ή 469 π.Χ. - 399 π.Χ.)[1] ήταν Έλληνας Αθηναίος φιλόσοφος και μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του Ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού.
Ήταν γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία την Ξανθίππη. Ο Σωκράτης είχε έναν πολυάριθμο κύκλο πιστών φίλων, κυρίως νέων από αριστοκρατικές οικογένειες, απ' όλη την Ελλάδα. Ορισμένοι από αυτούς έγιναν γνωστοί ως ιδρυτές φιλοσοφικών σχολών διαφόρων κατευθύνσεων. Οι γνωστότεροι ήταν ο Πλάτωνας και ο Αντισθένης στην Αθήνα, ο Ευκλείδης στα Μέγαρα και ο Φαίδωνας στην Ηλεία.
Οι πληροφορίες για τη ζωή του Σωκράτη είναι ποικίλες και ο μελετητής του Αρχαιοελληνικού κόσμου μπορεί να βγάλει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Διάφοροι αξιόλογοι συγγραφείς ασχολήθηκαν μαζί του, και ο καθένας πρόσθεσε νέες πτυχές από την ζωή του. Έτσι, ο Πορφύριος μας πληροφορεί ότι ο Σωκράτης ασχολήθηκε αρχικά με το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν λιθοξόος.
Στα 17 του χρόνια γνώρισε το φιλόσοφο Αρχέλαο, που του μετέδωσε το πάθος για τη φιλοσοφία και τον έπεισε να αφιερωθεί σ' αυτήν. Μία πιο βαθιά ψυχολογική πλευρά του φανερώνει ο Πλάτωνας, που στην Απολογία του παρουσιάζει τον Σωκράτη να θεωρεί τη φιλοσοφική ενασχόληση ως θεία εντολή. Εδώ ο Σωκράτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως Θεόπνευστος, καθώς αναφέρει το ισχυρό του ένστικτο, ως μία εσωτερική παρόρμηση, να του υπαγορεύει ποιές πράξεις και ενασχολήσεις πρέπει να ακολουθήσει. Συχνά μάλιστα δήλωνε ότι άκουγε μέσα του μία φωνή που τον εμπόδιζε να πράττει ότι δεν ήταν σωστό, την οποία φωνή ονόμαζε «δαιμόνιο».
Στις φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλοί, ιδιαίτερα νέοι, που ένιωθαν ευχαρίστηση ακούγοντας τον να μιλάει και να συζητάει για θέματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά και θρησκευτικά. Έτσι σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος, που δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δεν δίδαξε συστηματικά, αλλά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και σε αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του.
Το 406 π.Χ. στην δίκη των 10 Αθηναίων στρατηγών, ο Σωκράτης, ως πρύτανης της Βουλής, αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία μία παράνομη πρόταση - να μη γίνει δίκη και να εκδοθεί μία μαζική απόφαση (με μία ψήφο για όλους μαζί) για τους στρατηγούς που είχαν κατηγορηθεί ότι δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς κατά την ναυμαχία στις Αργινούσες, κάτι απαράδεκτο νομικά στην αθηναϊκή δημοκρατία. Το 404 π.Χ. με τόλμη εναντιώθηκε στους Τριάκοντα τυράννους, όταν αρνήθηκε να συλλάβει έναν δημοκρατικό πολίτη, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο.
ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ
Η ζωή που δεν εξετάζεται δεν αρμόζει σε άνθρωπο

—Απολογία Σωκράτους
Το 399 π.Χ. διατυπώθηκε εναντίον του κατηγορία για ασέβεια προς τους θεούς και για διαφθορά των νέων. Ο φιλόσοφος καταδικάστηκε, με βάση την κατηγορία, σε θάνατο. Ως σκοπιμότητα της κατηγορίας θεωρήθηκε η διδασκαλία του, η οποία επιδρούσε στους νέους, και με τον φιλελευθερισμό που τον διέκρινε, θεωρήθηκε ανατρεπτικός. Ουσιαστικό κίνητρο, όμως, υπήρξε η αντιζηλία του με σημαντικούς άνδρες της εποχής.
Στη διάρκεια της δίκης ο Σωκράτης έδειξε θάρρος, ενώ η αναγγελία της ποινής δεν κατάφερε να τον βγάλει από τη θεϊκή του αταραξία. Μετά την καταδίκη του παρέμεινε στο δεσμωτήριο 30 μέρες, γιατί ο νόμος απαγόρευε την εκτέλεση της θανατικής ποινής πριν από την επιστροφή του ιερού πλοίου από τις γιορτές της Δήλου. Από τον διάλογο του Πλάτωνα Κρίτων μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης θα μπορούσε να σωθεί, αν ήθελε, αφού οι φίλοι του είχαν την δυνατότητα να τον βοηθήσουν να αποδράσει. Ο Σωκράτης αρνήθηκε και, ως νομοταγής πολίτης και αληθινός φιλόσοφος, περίμενε τον θάνατο ειρηνικά και γαλήνια, και ήπιε το κώνειο, όπως πρόσταζε ο νόμος.

Ο Σωκράτης, όπως και ο Πυθαγόρας, δεν άφησε κανένα σύγγραμμα. Γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του και, πρακτικώς, ότι γνωρίζουμε για τον Σωκράτη προήλθε κυρίως από όσα έγραψαν οι μαθητές του σχετικά με αυτόν, καθώς και ορισμένους συγγραφείς που επικεντρώθηκαν στην μελέτη της προσωπικότητάς του. Κατά τον Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη.
Στην εποχή του Σωκράτη έχουμε με τους Σοφιστές την στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τη χρήσιμη αρετή, ενώ προηγουμένως το κύριο θέμα της φιλοσοφίας των προσωκρατικών ήταν η φύση. Βέβαια, οι Σοφιστές, ως μη φιλόσοφοι, δεν διείσδυσαν εις βάθος στην μελέτη της πραγματικής ουσίας του ανθρώπου, κάτι που ξεκίνησε με τον Σωκράτη, ο οποίος πρώτος θεώρησε την ψυχή σαν την πραγματική ουσία του ανθρώπου και την αρετή σαν αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει αυτή την στροφή του πνεύματος με τη φράση «επί Σωκράτους το δε ζητείν τα περί φύσεως έληξε, προς την χρήσιμη αρετή και την πολιτική δε απόκλεινον οι φιλοσοφούντες».
Η μαιευτική ήταν η μέθοδος, η οποία, σε συνδυασμό με τη χρήση της ειρωνείας, αποτελούσε χαρακτηριστικό της σωκρατικής διδασκαλίας. Σύμφωνα με την μέθοδο αυτή, ο Σωκράτης κατά τις συζητήσεις του, προσποιούμενος την πλήρη άγνοια για το θέμα που συζητούσε κάθε φορά, προσπαθούσε μέσα από ερωτήσεις να εκμαιεύσει την αλήθεια από τον συνομιλητή του.
Ουσιαστικά ο Σωκράτης επωμιζόταν το ρόλο της συνείδησης και μέσα από αυτή τη διαδικασία ερωταπαντήσεων δημιουργούσε ένα πνεύμα διαλόγου στη συζήτηση. Ο συνομιλητής λοιπόν απαντώντας σ' αυτές τις ερωτήσεις έφτανε σε ένα συμπέρασμα -στην αλήθεια για τον Σωκράτη- από μόνος του. Η μέθοδος ονομάστηκε μαιευτική διότι όπως η μαία (επάγγελμα που έκανε και η Φαιναρέτη, μητέρα του Σωκράτη) φέρνει στον κόσμο το νεογνό έτσι και ο Σωκράτης ή ο εκάστοτε συνομιλητής που παίρνει το ρόλο της συνείδησης εξάγει από τον συνομιλητή του την αλήθεια.
Διαλεκτική, κατ' αρχάς σημαίνει 'διάλογος'. Πρόκεται λοιπόν για μια μορφή διαλόγου η οποία χρησιμοποιήθηκε απο το Σωκράτη και κατά την οποία, ο φιλόσοφος προσπαθούσε να οδηγήσει το συνομιλητή του στην ανακάλυψη της βαθύτερης αλήθειας των πραγμάτων, αυτής που μένει ανεξάρτητη από περιστάσεις και συνθήκες. Στη συγκεκριμένη μέθοδο, ο Σωκράτης άφηνε τον συνομιλητή του να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του σχετικά με το θέμα που συζητούσαν, θεωρώντας αρχικά, αυτή την άποψη ως ολοκληρωμένη και θεμελιωμένη. Στη συνέχεια, μέσα απο τη διαδικασία ερωταπαντήσεων, δείχνει μέσω απλοϊκών παραδειγμάτων τις ακραίες συνέπειες των απόψεων αυτών, αποδεικνύοντας έτσι τη σαθρότητά τους. Οδηγεί λοιπόν το συνομιλητή του, στην ανακάλυψη νέων συμπερασμάτων και νέων προσεγγίσεων της αλήθειας.
Κατά πως έχει ειπωθεί για τον Σωκράτη, πως <<κατέβασε την φιλοσοφία απο τα άστρα στη γη>> ,διότι χάρη στη δική του προσωπικότητα οι φιλόσοφοι έπαψαν να ασχολούνται με τα φυσικά φαινόμενα και άρχισαν να ασχολούνται με τον ίδιο τον άνθρωπο και τη κοινωνία του. Στη πραγματικότητα, πολλοί φιλόσοφοι πριν το Σωκράτη ασχολήθηκαν με τα πολιτικά προβλήματα, ενώ ο Δημόκριτος ασχολήθηκε και με ζητήματα ηθικής. Ωστόσο, ο Σωκράτης ήταν εκείνος που πραγματικά έστρεψε το φιλοσοφικό στοχασμό σε αυτά τα θέματα. Ο λόγος που τα σωκρατικά ενδιαφέροντα σημάδεψαν κατά τέτοιο τρόπο την ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να αναζητηθεί στον σωκρατικό τρόπο σκέψης, στο γεγονός δηλαδή πως ο Σωκράτης, δεν ενδιαφερόταν για την ορθό τρόπο ζωής και δράσης είτε σε προσωπικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Και αντίθετα από τους σοφιστές δεν ενδιαφέρθηκε γι αυτά για χρησιμοθηρικούς σκοπούς. Θέλησε λοιπόν να δημιουργήσει ένα στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορούσαν ύστερα να θεμελιωθούν οριστικά και αμετάκλητα οι έννοιες του καλού, της αρετής και της σοφίας. Όπως οι πρώτοι φιλόσοφοι λοιπόν αναζητούσαν την πρώτη αρχή της δημιουργίας, έτσι και ο Σωκράτης αναζήτησε την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, που δεν επηρεάζεται από ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες αλλά ούτε από την δυνατότητα της αντίληψης του κάθε ανθρώπου. Αναζήτησε δηλαδή το απόλυτο και απέρριψε το σχετικό, μελέτησε την ηθική ουσία και απέρριψε τα ηθικά φαινόμενα.
Για να φτάσει στην αρχή των ηθικών εννοιών, ο Σωκράτης χρησιμοποίησε την επαγωγική συλλογιστική μέθοδο μέσω της οποίας σκόπευε να φτάσει στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων. Ξεκινούσε λοιπόν με παραδείγματα, παρμένα από την καθημερινότητά του και την εμπειρία του και αποσκοπούσε στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων τα οποία θα ξεπερνούν την εμπειρία και θα φτάνουν στην απόλυτη γνώση ενός θέματος. Και η διαδικασία αυτή θα είναι επιτυχής όταν θα προκύψει ένας απόλυτος ορισμός για την αλήθεια του καλού και του κακού, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας, της σωφροσύνης και της άννοιας.

  • ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ (460-370 π.Χ.)
Δημόκριτος (~460 π.Χ.- 370 π.Χ) προσωκρατικός φιλόσοφος, γεννήθηκε στα Άβδηρα στην Θράκη. Μαθητής του Λεύκιππου. Πίστευε ότι η ύλη αποτελείτo από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα. Επίσης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι ο Γαλαξίας είναι το φως από μακρινά αστέρια. Ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ανέφεραν ότι το σύμπαν έχει και άλλους "κόσμους" και μάλιστα ορισμένους κατοικημένους. Ο Δημόκριτος ξεκαθάριζε ότι το κενό δεν ταυτίζεται με το τίποτα ("μη ον"), είναι δηλαδή κάτι το υπαρκτό.

  • ΠΛΑΤΩΝ (427-347 π.Χ.)
Ο Πλάτων (427 π.Χ. - 347 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Αθήνα, ο πιο γνωστός μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Αριστοτέλη. Το έργο του με τη μορφή φιλοσοφικών διαλόγων έχει σωθεί ολόκληρο (του αποδίδονται ακόμα και μερικά νόθα έργα) και άσκησε τεράστια επιρροή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα στη δυτική φιλοσοφική παράδοση μέχρι τις ημέρες μας. Ο Πλάτων, μεταξύ άλλων, έγραψε την Απολογία του Σωκράτους, η οποία θεωρείται ως μια σχετικά ακριβής καταγραφή της απολογίας του Σωκράτη στη δίκη που τον καταδίκασε σε θάνατο, το Συμπόσιο όπου μιλά για την φύση του έρωτα, ενώ σε δύο μακρούς διαλόγους, την Πολιτεία και τους Νόμους, περιέγραψε την ιδανική πολιτεία.Τα έργα του Πλάτωνα είναι 36 και όλα, εκτός από την Απολογία, διαλογικά. Στον Πλάτωνα αποδίδονται και 13 επιστολές, η γνησιότητα των οποίων γενικά αμφισβητείται, εκτός από την Επιστολή Ζ' όπου περιγράφει ο Πλάτωνας τη δράση του στη Σικελία.Η πλατωνική φιλοσοφία είναι δυϊστική, χωρίζοντας τον κόσμο σε μία υλική και μία ιδεατή σφαίρα ύπαρξης. Αυτό γίνεται με την εισαγωγή της θεωρίας των ιδεών, οι οποίες κατά τον Πλάτωνα είναι τα αιώνια αρχέτυπα των αισθητών, υλικών πραγμάτων, υπερβατικά καλούπια τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο με τη λογική και όχι με τις αισθήσεις. Τα αισθητά αντικείμενα τα θεωρεί κατώτερα, υλικά και φθαρτά είδωλα των ιδεών, οι οποίες τα μορφοποιούν. Έτσι π.χ. κάθε άλογο είναι υλικό στιγμιότυπο, ή αντανάκλαση, της άυλης ιδέας "άλογο", η οποία συγκεντρώνει τα αναλλοίωτα και κοινά χαρακτηριστικά όλων των αλόγων (αφηρημένες έννοιες όπως η δικαιοσύνη ή η ομορφιά έχουν επίσης τις δικές τους αρχετυπικές ιδέες). Ο Πλάτων λοιπόν αναγνωρίζει δύο διαφορετικούς κόσμους, τον αισθητό, ο οποίος διαρκώς μεταβάλλεται και βρίσκεται σε ασταμάτητη ροή, κατά τον Ηράκλειτο, και τον νοητό κόσμο, τον αναλλοίωτο, δηλαδή τις ιδέες, οι οποίες υπάρχουν σε τόπο επουράνιο. Αυτές είναι τα αρχέτυπα του ορατού κόσμου, τα αιώνια πρότυπα και υποδείγματα τα οποία συντηρούν τη μορφή των υποκείμενων υλικών σωμάτων. Πρόκειται δηλαδή για ένα δυϊστικό, ιεραρχικό μεταφυσικό σύστημα.
Ο Πλάτωνας ανέπτυξε συστηματικά τις διδασκαλίες του πυθαγορισμού, ευνοώντας όπως και ο Πυθαγόρας τα μαθηματικά, τα οποία έβλεπε ως "παράθυρο" στον κόσμο των ιδεών αφού ασχολούνται με άυλες και αναλλοίωτες έννοιες οι οποίες διαμορφώνουν τον κόσμο και ως μέσο προετοιμασίας για την σωκρατική διαλεκτική. Κατηγορήθηκε ότι με τη θεωρία των ιδεών αποκάλυπτε "τα μυστικά των Μυστηρίων" στα οποία προφανώς ήταν μυημένος. Η γνωσιολογία του ήταν καθαρά ορθολογική, καθώς πίστευε ότι μόνο με τον νου μπορούν να προσεγγιστούν οι ιδέες και άρα η πραγματική, βαθύτερη φύση του κόσμου. Η εμπειρία των αισθήσεων για τον Πλάτωνα ήταν από αβέβαιη έως ψευδής, ενώ αντιθέτως η λογική διερεύνηση αποκάλυπτε έμφυτη γνώση, ενόραση των ανάλογων υπερβατικών ιδεών, η οποία προϋπήρχε με λανθάνουσα μορφή στον νου λόγω της θείας καταγωγής της ψυχής πριν την ενσάρκωση της. Υψηλότερη ιδέα θεωρούσε την ιδέα του Αγαθού από την οποία απέρρεαν όλες οι άλλες.
Στην ψυχή ο Πλάτωνας διακρίνει τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Γι' αυτό και αναγνωρίζει τρεις αρετές, τη σοφία, την ανδρεία και τη σωφροσύνη, η καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί και σε ένα από τα τρία μέρη της ψυχής. Τις τρεις αυτές αρετές της ψυχής τις παραλληλίζει με τις τρεις χορδές της λύρας, την υπάτη, τη μέση και τη νήτη. Αλλά οι τρεις αυτές αρετές πρέπει να αναπτύσσονται αρμονικά, ώστε το λογιστικό ως θείο να κυβερνά, το θυμοειδές να υπακούει σ' αυτό ως βοηθός, και τα δύο μαζί να διευθύνουν το επιθυμητικό, για να μην επιχειρεί να άρχει αυτό, αφού είναι το πιο άπληστο και το κατώτερο μέρος της ψυχής. Από την αρμονική ανάπτυξη των τριών αρετών αποτελείται η δικαιοσύνη, η οποία είναι αρμονία των τριών άλλων αρετών.
Επειδή και η πόλη αποτελεί μία αντανάκλαση του ανθρώπου, διακρίνει και σ' αυτήν τρία γένη: το βουλευτικό, το πολεμικό και το χρηματικό, τα οποία αντιστοιχούν προς τα τρία μέρη της ψυχής. Όπως στον άνθρωπο, έτσι και στην πόλη πρέπει να υπάρχει η δικαιοσύνη, δηλαδή η αρμονία, που πετυχαίνεται, όταν και στην πόλη το καθένα από τα γένη εκτελεί το δικό του έργο και δεν επιδιώκει τα ξένα.
Αντίθετα από τον Αριστοτέλη, ο Πλάτων δεν αναφέρει πουθενά στα γραπτά του τον Δημόκριτο ή άλλους ατομικούς. Η ατομική θεωρία, εντούτοις, θα πρέπει να του ήταν καλά γνωστή, αφού σε ορισμένους διαλόγους (κυρίως στον Τίμαιο και τους Νόμους) καταπολεμούνται απόψεις οι οποίες ανήκουν στους ατομικούς. Σύμφωνα με μία πληροφορία ο Πλάτων θέλησε να κάψει όσα βιβλία του Δημόκριτου μπόρεσε να συγκεντρώσει, τον συγκράτησαν όμως την τελευταία στιγμή οι πυθαγόρειοι Αμύκλας και Κλεινίας με το επιχείρημα ότι τα βιβλία του Δημόκριτου υπήρχαν ήδη στα χέρια πολλών. Η πληροφορία ελέγχεται ως πλαστή και φαίνεται ότι αφορμή για τη δημιουργία της πρέπει να ήταν η πρόθεση να ερμηνευτεί η απουσία του ονόματος του Δημοκρίτου από τα έργα του Πλάτωνα. Παρ' όλη τη μεγάλη διαφορά που χωρίζει το πλατωνικό σύστημα από το ατομικό, υπάρχουν σημεία στα οποία οι δύο θεωρίες παραδόξως συγκλίνουν. Έτσι, ο Πλάτων δανείστηκε από τον Δημόκριτο την έννοια της ιδέας, η οποία αποτελεί το κέντρο του πλατωνικού συστήματος. Απλώς απέκοψε την ταύτιση της μορφής με τα υλικά σώματα και την ανύψωσε σε έναν ξεχωριστό και αληθέστερο κατά τη γνώμη του κόσμο. Αλλά και η πλατωνική αντίληψη της μαθηματικής δομής των στοιχείων της φύσης, αποτελεί συνδυασμό της ατομικής θεωρίας και της πυθαγόρειας αριθμολογίας: η έννοια των ατμήτων επιπέδων φαίνεται να αντλεί την έμπνευσή της κατευθείαν από την ατομική έννοια των ατμήτων ελάχιστων μεγεθών.Η επίδραση του φιλοσόφου αυτού υπήρξε πάρα πολύ μεγάλη. Η ιστορία της φιλοσοφίας μέχρι τον Κικέρωνα είναι σαφώς επηρεασμένη από αυτόν και είτε αμφισβητεί είτε ακολουθεί τη διδασκαλία του. Ο μαθητής του Αριστοτέλης, εξίσου επιδραστικός με τον ίδιο, οδηγήθηκε στην ανάπτυξη τμήματος του έργου του ως απάντηση στον πλατωνισμό. Η σχολή που ο Πλάτωνας ίδρυσε το 387 π.Χ., η Ακαδημία, συνέχισε να ακμάζει ως τις αρχές του πρώτου αιώνα π. Χ., έχοντας όμως μετατραπεί σε σκεπτική σχολή μετά τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου.
Κατά την εποχή του Αυγούστου υπήρξε μία αναβίωση της πλατωνικής φιλοσοφίας, ο μεσοπλατωνισμός με εκπροσώπους όπως ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, εισηγήτρια μίας όλο και πιο ευδιάκριτης τάσης συγκρητισμού και εκλεκτικισμού στην ελληνική φιλοσοφία, σε πλήρη αντίθεση με τον διανοητικό σεκταρισμό της ελληνιστικής εποχής.
Κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα ο μεσοπλατωνισμός άρχεσαι να μετατρέπεται σταδιακά, υπό την επίδραση του νεοπυθαγορισμού και του ερμητισμού στην κατεχόμενη από τους Ρωμαίους Αίγυπτο, στο κίνημα του νεοπλατωνισμού, με αρχικούς εκπροσώπους όπως ο Πλωτίνος, το οποίο είχε ιδεαλιστικό, μυστικιστικό και σωτηριολογικό χαρακτήρα. Η Ακαδημία στην Αθήνα επανιδρύθηκε ως κέντρο νεοπλατωνικών μελετών κατά τον τέταρτο αιώνα.
Την ίδια εποχή, περίοδο έντονων θρησκευτικών ζυμώσεων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και σταδιακής επικράτησης του χριστιανισμού στη Μεσόγειο, οι ακόλουθοι της αστικής ελληνορωμαϊκής θρησκείας αλλά και των ελληνικών μυστηριακών λατρειών συσπειρώθηκαν γύρω από τον νεοπλατωνισμό ως υπερασπιστή του μέχρι πρότινος επικρατούντος παγανισμού. Μεμονωμένοι νεοπλατωνικοί και παγανιστικοί πυρήνες επέζησαν ως τον έκτο αιώνα, οπότε και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε με διάταγμα την Ακαδημία της Αθήνας.
Ο πλατωνισμός επιβίωσε υπογείως καθ' όλον το Μεσαίωνα, κρυμμένος σε μυστηριακά ρεύματα[1], έως ότου οι πρωτότυπες ιδέες του επανανακαλύφθηκαν και σχολιάστηκαν κατά την Αναγέννηση. Έτσι ούτε η νεότερη φιλοσοφική σκέψη δεν έμεινε ανεπηρέαστη από αυτόν. Τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή προσπαθούν να ανατρέψουν τις ιδέες του ή οικοδομούν πάνω σ' αυτές, εκσυγχρονίζοντάς τες.

  • ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ 
Ο Αντισθένης, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, ιδρυτής της σχολής των Κυνικών Φιλοσόφων. Γεννήθηκε στην Αθήνα, το 444 π.Χ. Υπήρξε αρχικά μαθητής του Γοργία και στην συνέχεια του Σωκράτη.
Ο Αντισθένης είχε την φήμη εγκρατή ανθρώπου. Κυκλοφορούσε στην αγορά, φορώντας μόνο έναν τρίβωνα, ένα σακούλι στον ώμο και κρατούσε ένα ραβδί. Περιφρονούσε κάθε άνεση και κοινωνική συμβατικότητα, σαν τον Διογένη απο την Σινώπη που υπήρξε και μαθητής του. Αυτός και οι μαθητές του ονομάστηκαν Κυνικοί. Συνήθιζε να λέει “Η αληθινή αρετή δεν έχει ανάγκη απο τίποτα. Ούτε νόμων ανάγκη έχει ο σοφός που δρα και φέρεται σύμφωνα με την κρίση του. Οι νόμοι είναι για τους πολλούς και τους μέτριους και όχι για τους Εκλεκτούς”.

  • ΔΙΟΓΕΝΗΣ (399-323π.Χ.)
Ο Διογένης ο «Κυνικός», Έλληνας φιλόσοφος, γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.Χ., (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.), και πέθανε το 323 π.Χ στην Κόρινθο, σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, την ημέρα που ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας της απόστασης, και εξαιτίας του γεγονότος ότι η ημερομηνία θανάτου του Διογένη δεν είναι ακριβώς γνωστή, ο Λαέρτιος πιθανώς παραθέτει κάποιον θρύλο. Ένας άλλος θρύλος αναφέρει ότι ο Σωκράτης πέθανε την ημέρα της γέννησης του Διογένη. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας. Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον Κύωνα (το σκύλο) και έλεγαν “εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκάνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε”.
Γεννηθείς στη Σινώπη, ο Διογένης ο Κύων, από όπου εξορίστηκε για άγνωστο αδίκημα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν πώς οι Σινωπείς τον είχανε εξορίσει αυτός με αστεϊσμό απαντούσε: “Εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί”.
Στην Αθήνα παρακολουθούσε μαθήματα κοντά στον ιδρυτή της κυνικής φιλοσοφίας Αντισθένη. Παροιμιώδης έμεινε η απλότητα, η λιτότητα, το ελεγκτικό και χλευαστικό πνεύμα του απέναντι στους άλλους. Η παράδοση λέει ότι είχε μόνιμη κατοικία του ένα πυθάρι και γυρνούσε στους δρόμους όλη μέρα με ένα φανάρι. Όταν τον ρωτούσαν τι το χρειάζεται το φανάρι την ημέρα, αυτός απαντούσε: “Αναζητώ τον άνθρωπο”. Επιγραμματικό είναι και αυτό που είπε κάποτε, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έστειλε γράμμα στον Αντίπατρο, με κάποιο αγγελιαφόρο που ονομαζόταν Αθλίας : “Αθλίας, παρ' αθλίου, δι' Αθλίου προς άθλιο” (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς έναν άθλιο).
Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά τη γνώμη του θα γινόταν δυνατό αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση. Πίστευε δηλαδή πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μεγάλο κατάλογο από έργα του Διογένη του Κύνου από τα οποία σώζονται αρκετά δυστυχώς όχι στη ελληνική.

Η διδασκαλία του με παραδείγματα

Στην Αθήνα ο Διογένης έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στον Αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως “Κύνας” (σκύλος), “δαγκάνοντας τους φίλους για να τους διορθώσει” κατά την Κυνική φιλοσοφία.

Ο Κύων “δαγκάνει” τον Διδύμωνα

Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιάς κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει. Ξέρει ο Διογένης ότι ο Διδύμων είναι τύπος ερωτίλος, κοινώς γυναικάς. Και του λέγει “Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, φθείρεις την κόρην”. Γνώριζε ο Διογένης πώς να πειράξει τους ανθρώπους με ένα πολύ ευγενή τρόπο χωρίς να παρεξηγηθεί.

Ο Κύων “δαγκάνει” έναν Οικοδεσπότη

Είναι ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυνθεί πρίν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει “είναι βρώμικο το λουτρό”, και δεν προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ερωτεί “Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπι;”.

Ο Κύων “δαγκάνει” έναν μοχθηρό πολίτη

Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι' αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο ή σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της οικίας του το εξής ρητό. “ΜΗΔΕΝ ΕΙΣΕΙΤΟ ΚΑΚΟ” ( Να μην μπεί κανένα κακό). Και ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: “Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;”

Ο Κύων “δαγκάνει” τον Μέγα Αλέξανδρο

Ο Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ερώτησε: ”Πώς σου φάνηκε Κύων το δώρο μου;” Και ο Διογένης του απάντησε “Ήταν άξιο για κύωνα, αλλά καθόλου άξιο για Βασιλέα”.

Συνάντηση Διογένη Κυνικού μετά Μακεδόνος Βασιλέως Αλεξάνδρου

Σύντομο Ιστορικό της συνάντησης

Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατάληξε στα δουλοπάζαρα στην Κόρινθο. Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής, είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του λέγει: “Αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τι δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πω;” Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά “Ανθρώπων Άρχων”. Το λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου που δήλωνε “άρχων ανθρώπων” άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης. “Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές”. Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη τη διδασκαλία των παιδιών του και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστιο της Κορίνθου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ένα εκπαιδευτή, τον Λεωνίδα, που ήταν μυημένος στην κυνική φιλοσοφία. Γνώστης της κυνικής φιλοσοφίας ο Αλέξανδρος γνώριζε για τον Διογένη τον Κύνα, για τα διδάγματά του, το ύφος και το πνεύμα του. Όταν ο Αλέξανδρος ήταν στην Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο, και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: “Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει”. Ο Διογένης απάντησε “Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει”. Και πράγματι, ο Βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη.

Η συνάντηση

Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέγει: “Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος”. Ο Διογένης ατάραχος απαντά “Και 'γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων”. Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει: “Δεν με φοβάσαι;” Ο Διογένης απαντάει: “Και τι είσαι; Καλό ή κακό;”. Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτά εκ νέου: “Τι χάρη θες να σου κάνω;” Και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά: “Αποσκότισόν με”. Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, τη λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί έως: “Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο”, καθώς οι κυνικοί πίστευαν πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο:”Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης”.
Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Διογένης είχαν μια μακρά συζήτηση με μεγάλη σημασία που σώθηκε από τον Δίονα τον Πλουσαραίο. Σε αυτή ο Διογένης εξηγεί στον Αλέξανδρο πότε ένας Βασιλέας είναι ωφέλιμος. Ο Διογένης αποδίδει την ωφελιμότητα ενός βασιλιά στο “Εάν είναι ωφέλιμος στο λαό”. Για να δώσει ένταση σε αυτόν τον ισχυρισμό του λέει: “Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη και δεν ωφελήσεις τον λαό, τότε δεν είσαι ωφέλιμος. Εάν κατακτήσεις όλη την Αφρική και την Ασία και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος. Ακόμα και εάν περάσεις τις στήλες του Ηρακλέους και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλυτέρα της Ασίας και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος γιατί δεν ωφελείς το σύνολο”.

  • ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ (384-322 π.Χ.)
Ο Αριστοτέλης ( 384 - 322 π.Χ. ) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαζί με το δάσκαλό του Πλάτωνα αποτελεί σημαντική μορφή της φιλοσοφικής σκέψης του αρχαίου κόσμου, και η διδασκαλία του διαπερνούσε βαθύτατα τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μέχρι και την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Υπήρξε φυσιοδίφης, φιλόσοφος, δημιουργός της λογικής και ο σημαντικότερος από τους διαλεκτικούς της αρχαιότητας.Oι Αλεξανδρινοί υπολόγιζαν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε 400 περίπου συνολικά βιβλία. Ο Διογένης ο Λαέρτιος υπολόγισε το έργο του σε στίχους και βρήκε ότι έφταναν τις 44 μυριάδες, δηλ. 440.000. Μεγάλο μέρος από το έργο του αυτό χάθηκε. Ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων ή "εξωτερικών" μαθημάτων και ήταν γραμμένα σε μορφή διαλογική. Από αυτά σώθηκε μόνο η "Αθηναίων Πολιτεία", σ' έναν πάπυρο που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Τα σωζόμενα σήμερα έργα του αντιστοιχούν στη διδασκαλία που ο Αριστοτέλης έκανε στους προχωρημένους μαθητές του και που λέγονται "ακροαματικές ή εσωτερικές". Γι' αυτό και είναι γραμμένα σε συνεχή λόγο και όχι σε διάλογο. Αρκετά από τα βιβλία του έχουν υποστεί επεμβάσεις και επεξεργασίες και γενικά η κατάστασή τους δεν είναι καλή. Από το τεράστιο έργο του τελικά σώθηκαν 47 βιβλία και μερικά αποσπάσματα από τα άλλα.Εκτός από τη γνώμη του τη σχετική με τις "ιδέες" του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης υποστηρίζει και άλλες αρχές. Δεν αποκρούει την ηδονή, αλλά προτιμά την πιο τέλεια, αυτή δηλ. που πηγάζει από τη διάνοια. Ο σκοπός των ανθρώπινων ενεργειών, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η ευδαιμονία, την οποία ορίζει ως ενέργεια σύμφωνη με την αρετή. Η αρετή, όταν κυριαρχεί στα πάθη και στις ορμές, τα ρυθμίζει, παίζοντας το ρόλο του μέτρου ανάμεσα στις δύο ακρότητες, δηλ. στην υπερβολή και την έλλειψη. Έτσι π.χ. η "πραότης" είναι αρετή ως μεσότητα της οργής και της αναισθησίας, η "ανδρεία", επειδή βρίσκεται ανάμεσα στη θρασύτητα και στη δειλία, και η "αιδώς", επειδή κατέχει το μέσο της αδιαντροπιάς και της κατάπληξης, που είναι ακρότητες. Συμπλήρωμα της αρετής είναι και τα αγαθά του σώματος (δύναμη, υγεία, ομορφιά) και τα αγαθά της τύχης (πλούτος, ευγενική καταγωγή κλπ.). Σύμφωνα μ' αυτά, ευτυχισμένος είναι εκείνος που ενεργεί κατά τις επιταγές της αρετής και συγχρόνως έχει μερίδιο και στα άλλα αγαθά, τα "εκτός αγαθά", όπως τα ονομάζει.
Ο Αριστοτέλης ταλαντεύεται ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Κάθε πράγμα, κατ' αυτόν, αποτελείται από ύλη και πνεύμα, που είναι μεταξύ τους αδιάσπαστα ενωμένα. Η ύλη είναι παθητική, είναι η δυνατότητα του πράγματος, ενώ το πνεύμα ενεργητικό, δηλ. η δύναμη που μεταβάλλει τη δυνατότητα σε πραγματικότητα.
Ο κόσμος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ενιαίος και αιώνιος, ενώ η οικουμένη έχει σχήμα σφαίρας με κέντρο τη Γη. Με το να δέχεται την καταγωγή των γνώσεων από τις αισθήσεις, πλησιάζει πολύ τον υλισμό. Τέλος με την τυπική λογική βλέπει την αντικειμενική πραγματικότητα "στατικά" και όχι μέσα στην αέναη μεταβολή και κίνησή της. Ο Αριστοτέλης ήταν ο φιλόσοφος που διετύπωσε την θεωρία της ύπαρξης του πέμπτου στοιχείου της φύσης. Συγκεκριμένα οι Έλληνες φιλόσοφοι από την Ιωνία θεωρούσαν οτι στην φύση υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ή ουσίες. Γή, ύδωρ, πύρ και αήρ. Ο Αριστοτέλης πρόσθεσε στην τετράδα τον αιθέρα ο οποίος θα αποτελέσει την πέμπτη ουσία την πεμπτουσία. Το στοιχείο αυτό παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες, είναι αγέννητο, αγήρατο, άφθαρτο, αϊδιο, αναυξές και αναλλοίωτο. Επιπλέον εντοπίζεται στον "άνω τόπο" όπου κατοικεί η Θεότητα.

  • ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ (370-288 π.Χ.)
Ο Θεόφραστος (372 π.Χ. – περ. 287/5 π.Χ.) ήταν φιλόσοφος της αρχαιότητας. Θεωρείται συνεχιστής του έργου του Αριστοτέλη τον οποίο και διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Περιπατητικής σχολής.Το έργο του Θεόφραστου ήταν ιδιαίτερα πλούσιο, καθώς εκτιμάται πως έγραψε συνολικά περίπου 240 έργα τα οποία πραγματεύονται ένα πλήθος θεμάτων γύρω από την Ηθική, τη Λογική, τη ρητορική, την ιστορία των επιστημών ή τη μεταφυσική και κυρίως τη Βοτανική και τη Ζωολογία. Σήμερα σώζονται κυρίως αποσπάσματα του έργου του αλλά και ορισμένα πλήρη κείμενα που είναι οι Περί Φυτών Ιστορίας (9 βιβλία), τα Περί Φυτών Αιτιών (6 βιβλία) καθώς και το πιο γνωστό του έργο, οι Χαρακτήρες. Τα δύο πρώτα έργα αποτελούν μάλλον τα πρώτα συγγράμματα στον τομέα της Βοτανικής, την εποχή της αρχαιότητας και μέχρι τον Μεσαίωνα.
Στους Χαρακτήρες, ο Θεόφραστος περιγράφει τα εσωτερικά και ψυχικά γνωρίσματα ανάλογα με το ήθος των ανθρώπων, ενώ μέχρι σήμερα δεν είναι βέβαιο αν αποτελούσαν αυτοτελές έργο ή τμήμα κάποιου άλλου ή σημειώματα του Θεόφραστου. Συνολικά περιγράφονται 30 διαφορετικοί χαρακτήρες εκ των οποίων οι 15 περιλαμβάνονταν στην πρώτη έκδοση του έργου (1527), ενώ το 1522 ανακαλύφθηκαν επιπλέον οκτώ και το 1599 ακόμη πέντε. Οι δύο τελευταίοι από τους περιγραφόμενους χαρακτήρες ανακαλύφθηκαν μόλις το 1786. Η ακριβής χρονολογία συγγραφής του έργου δεν είναι γνωστή. Θεωρείται πιθανό πως δεν γράφτηκαν όλοι οι χαρακτήρες συγχρόνως, ενώ άλλοι μελετητές τους χρονολογούν περίπου στο 317 π.Χ. Σε ότι αφορά την σύνθεσή τους, ο Θεόφραστος πιθανότατα στηρίχτηκε ως ένα βαθμό στο έργο του Αριστοτέλη Περί Ηθικής.

  • ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ (340-270 π.Χ.)
Ο Επίκουρος (341 π.Χ. - 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή τον "Κήπο" όπως λέγονταν, μιας από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.Κατά την Ελληνιστική εποχή, την περίοδο δηλαδή που αρχίζει με το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνει συμβατικά με τη ναυμαχία στο Άκτιο, το 31 π.Χ., κυρίαρχη θέση στην αρχαία φιλοσοφία κατέχουν οι σχολές των Στωικών και των Επικούρειων, παράλληλα βέβαια με εκείνες των Πλατωνικών, Αριστοτελικών, Σκεπτικιστών, Κυνικών κ.α. Ο Επίκουρος και η θεωρία του στρέφονται σ έναν ηθικολογικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Στόχος του ήταν η αναζήτηση των αιτιών της ανθρώπινης δυστυχίας και των εσφαλμένων δοξασιών που την προκαλούν, όπως π.χ. η δεισιδαιμονία, ώστε να υπάρξει η αντιπρόταση για την προοπτική μιας ευχάριστης ζωής (ΖΗΝ ΗΔΕΩΣ), που για την επίτευξή της ο Επίκουρος προσέφερε ξεκάθαρες φιλοσοφικές συμβουλές. Το ζην ηδέως επιτυγχάνεται με την απουσία του πόνου και φόβου και με τη βίωση μιας ζωής αυτάρκους περιβαλλόμενης από φίλους. Ο Επίκουρος δίδαξε ότι η ηδονή ή ευχαρίστηση όπως θα λέγαμε σήμερα και ο πόνος είναι το μέτρο για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε. Βασικές αρχές της διδασκαλίας του είναι οι εξής: - με τον θάνατο έρχεται το τέλος όχι μόνο του σώματος αλλά και της ψυχής - οι θεοί δεν επιβραβεύουν η τιμωρούν τους ανθρώπους - το σύμπαν είναι άπειρο και αιώνιο - τα γενόμενα στον κόσμο συμβαίνουν τελικά, με βάση τις κινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων που διακινούνται στο κενό χώρο
Γνωστή είναι η τετραφάρμακος, δηλαδή οι τέσσερις "αρχές" που πρόβαλλε ο Επίκουρος:
"Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος• και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον." - Φιλόδημος (επικούρειος φιλόσοφος)
και σε νεοελληνική απόδoση:
Ο θεός δεν είναι για φόβο (διότι η θεϊκή δύναμη δεν απειλεί εκ φύσεως), ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία (διότι δεν υπάρχει μετά θάνατο ζωή) και το καλό (ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) εύκολα αποκτιέται, το δε κακό αντέχεται (ό,τι μας κάνει να υποφέρουμε, εύκολα μπορούμε να το υπομείνουμε).

Στο De Rerum Natura (για τη φύση των πραγμάτων), ενα ποιητικό έργο γραμμένο πριν από σχεδόν 2.000 χρόνια, ο Ρωμαίος Λουκρήτιος λέει για τον Επίκουρο:
Καθώς η ανθρωπότητα χαμένη
Σ'ολη τη γης κοίτωταν νικημένη
Εμπρός στα μάτια ολονών, απ'τη Θρησκεία-που
Την κεφαλή επρόβαλε μέσα απ'τους ουρανούς
Σκιάζοντας με την όψης της, της φρίκης, τους θνητούς
Ένας Έλληνας ήταν αυτός που πρώτος τόλμησε ν'αψηφήσει
Και σήκωσε μάτια θνητά τον τρόμο ν'αντικρύσει
Αυτόν π'ούτε η δόξα των Θεών, μήδε η βοή του κεραυνού,
Μήτε τ'αστροπελέκι του ανταριασμένου ουρανού
Τον'εταπείνωνε μα τον τσινούσε με μήνιν πυρωμένη
Η άτρόμητη καρδιά του να είναι η πρώτη που οργισμένη
Τις πυλές που είχαν μανταλώσει αυτοί
της Φύσης της αρχαίας να τσακίσει.
(Liber I:62-70)
Παρά τις κατά καιρούς αστήρικτες κατηγορίες για αθεΐα, η ευσέβεια του φιλοσόφου υπήρξε παροιμιώδης. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει στο έργο του ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ (10ο ΒΙΒΛΙΟ) για τον Επίκουρο ότι:
«ΤΗΣ ΜΕΝ ΓΑΡ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥΣ ΟΣΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΦΙΛΙΑΣ ΑΛΕΚΤΟΣ Η ΔΙΑΘΕΣΙΣ».
Στην επιστολή προς Μενοικέα, ο ίδιος ο Επίκουρος αναφέρει σχετικά με τους θεούς,
«ΘΕΟΙ ΜΕΝ ΓΑΡ ΕΙΣΙΝ. ΕΝΑΡΓΗΣ ΓΑΡ ΑΥΤΩΝ ΕΣΤΙΝ Η ΓΝΩΣΙΣ»,
δηλαδή ότι "οι Θεοί βέβαια υπάρχουν διότι η γνώση που έχουμε γι΄αυτούς είναι εναργής (ξεκάθαρη, ολοφάνερη, διαχρονική και καθολική)".

  • ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ (50-130 μ.Χ.)
Ο Επίκτητος αναφέρεται ως παιδί δούλων και φέρεται ότι γεννήθηκε στην Ιεράπολη της Φρυγίας, εξ ου ενίοτε και το προσωνύμιο Ιεραπολίτης. Φθάνοντας στην Ρώμη και ο ίδιος υπήρξε δούλος δημοσίου τινός υπαλλήλου Επαφροδίτου. Σε αυτή την περίοδο φαίνεται πως παρακολούθησε τα μαθήματα φιλοσοφίας του Μουσόνιου Ρούφου. Όταν στη συνέχεια έγινε απελεύθερος, άρχισε να διδάσκει τη στωική φιλοσοφία. Εξαιτίας σχετικού διατάγματος του Δομιτιανού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρώμη και να μεταβεί στη Νικόπολη της Ηπείρου, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγεται ο ιστορικός Φλάβιος Αρριανός, ο πραγματικός καταγραφέας των φιλοσοφικών του απόψεων, καθώς ο ίδιος δεν άφησε κανένα σύγγραμμα.Επίκεντρο της φιλοσοφίας του Επίκτητου είναι ο άνθρωπος και η εκπαιδευτική αγωγή του. Η εκπαίδευση για τον φιλόσοφο είναι το μέσο με το οποίο μπορεί να κατοχυρώσει ο άνθρωπος την ελευθερία του. Μέσω της άσκησης της φιλοσοφίας ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τα πράγματα που βρίσκονται υπό την εξουσία του από εκείνα που δεν βρίσκονται υπό την εξουσία του. Το σώμα μας, για παράδειγμα, τα παιδιά μας, το περιβάλλον μας είναι πράγματα που δεν βρίσκονται υπό την εξουσία μας (ουκ εφ' ημίν). Τα διανοήματά μας, ωστόσο, οι σκέψεις μας δηλαδή και οι κρίσεις μας είναι κτήμα μας (εφ' ημίν) και οριοθετούν την εσωτερική ελευθερία μας, η διαφύλαξη της οποίας είναι για τον φιλόσοφο το υπέρτατο αγαθό.